Συνταγματική και νόμιμη, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, κρίθηκε από το Τμήμα Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) η μεγάλη αύξηση του παράβολου που έγινε με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (στο πλαίσιο εφαρμογής του Μνημονίου ΙΙΙ) στις περιπτώσεις αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης κατά τους διαγωνισμούς Δημόσιων έργων και προμηθειών.

Ειδικότερα, με την από 4.12.2012 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.), η οποία έως σήμερα δεν έχει κυρωθεί με νόμο, προβλέπεται ότι για να γίνει δεκτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων (ΣτΕ, κ.λπ.) στις περιπτώσεις δημόσιων διαγωνισμών και προμηθειών «πρέπει να κατατεθεί, μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, παράβολο, το ύψος του οποίου ανέρχεται σε ποσοστό 1% της προϋπολογισθείσας αξίας, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.».

Για την είσπραξη του επίμαχου παράβολου, «το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ, εκδίδεται αποκλειστικά διπλότυπο είσπραξης από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), υπέρ του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτηρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) και υπέρ του Δημοσίου, σε ποσοστό 60% και 40% του συνολικού ύψους, αντιστοίχως». Σε περίπτωση αποδοχής της σχετικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο το σχετικό παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα.

Στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) προσέφυγαν δύο Ανώνυμες Εταιρείες (Α.Ε.) οι οποίες συμμετείχαν σε ανοικτούς Δημόσιους διαγωνισμούς και στρέφονται κατά άλλης τρίτης Α.Ε., της «Διαχείρισης Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας». Οι δύο Α.Ε. προσέφυγαν στο ΣτΕ με τη διαδικασία των «εξπρές» δικών (πρότυπη δίκη) που προβλέπει ο Ν. 3900/201 και ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων με την οποία κρίθηκαν οι σχετικές προσφορές τους τεχνικά μη αποδεκτές.

Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Φ. Αρναούτογλου και εισηγητής ο πάρεδρος Ι. Δημητρακόπουλος), με τις υπ΄ αριθμ. 737-738/2012 αποφάσεις του, απείχε να αποφανθεί επί των αιτήσεων των δύο Α.Ε. και έθεσε προθεσμία μέχρι 10 Ιανουάριου 2013, προκειμένου να συμπληρώσουν το ανάλογο παράβολο που προβλέπει η επίμαχη Π.Ν.Π.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η Π.Ν.Π. που προβλέπει την αύξηση του παράβολου στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, «εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς δημόσιου συμφέροντος» και η αύξηση κρίνεται πρόσφορος, ενώ είναι μέσα στο πλαίσιο των συνταγματικών επιταγών.

Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αναφέρει ότι το Μνημόνιο ΙΙΙ (κεφάλαιο 2, παράγραφος 2.3.2.) προβλέπει την αύξηση των δικαστικών παράβολων και η εισηγητική έκθεση της Π.Ν.Π. αναφέρει ότι συχνά παρατηρείται στις δημόσιες συμβάσεις «παρελκυστική τακτική» υποβολής προσφυγών που έχει ως αποτέλεσμα τη μη έγκαιρη ολοκλήρωση των διαγωνιστικών διαδικασιών.

Ακόμη, σημειώνεται στην επίμαχη εισηγητική έκθεση ότι η αύξηση του παράβολου αναμένεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά για την άσκηση αβάσιμων ασφαλιστικών μέτρων στους Δημόσιους διαγωνισμούς που έχουν ως αποτέλεσμα την παρακώλυση για μεγάλο χρονικό διάστημα της τελεσφόρησης τους.

Υπογραμμίζεται ότι η αύξηση του εν λόγω παράβολου, κατά το πρόσφατο παρελθόν, έχει ζητηθεί και από το ΣτΕ.

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ακολουθώντας παλαιότερη απόφαση της Ολομέλειάς του, έκρινε ότι δεν μπορεί να ελέγξει εάν συντρέχει «η συνδρομή ή μη των έκτακτων περιπτώσεων της εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης (άρθρο 44 Συντάγματος)» για την έκδοση της επίμαχης Π.Ν.Π., αφού το ζήτημα αυτό «δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, καθώς ανάγεται στη σφαίρα «της πολιτικής ευθύνης των ασκούντων τη νομοθετική εξουσία πολιτικών οργάνων».

Εξάλλου, επισημαίνεται στις δύο δικαστικές αποφάσεις ότι οι εταιρείες που συμμετέχουν σε παρόμοιους Δημόσιους διαγωνισμούς πρέπει να έχουν ανάλογη χρηματοοικονομική επάρκεια, αφού σε περίπτωση που τους ανατεθεί η σχετική σύμβαση πρέπει να είναι σε θέση να προβούν στην εκτέλεση του σχετικού έργου.

Επίσης, απέρριψε το δικαστήριο τον ισχυρισμό ότι η επίμαχη Π.Ν.Π. δεν καλύπτει τις εκκρεμείς δίκες.

Η πρώτη από τις δύο Α.Ε. συμμετείχε σε διαγωνισμό προμήθειας μετρητών ηλεκτρικού ρεύματος, το ύψος του οποίου ανέρχεται στα 2.070.000 ευρώ και η δεύτερη Α.Ε. σε παρόμοιο διαγωνισμό, ύψους 5.924.500 ευρώ.