Η καταβολή (ή μη) αμοιβής στον εργαζόμενο κατά τον χρόνο απουσίας του από την εργασία λόγω συνδικαλιστικής άδειας, συνιστά όρο εργασίας, πρότεινε σήμερα η γενική εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Η εισήγηση αυτή της Ελεανόρ Σάρπστον προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έγινε με αφορμή ερωτήματα που έθεσε το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ελλάδας, το οποίο ζητούσε να διευκρινιστούν τέσσερα ζητήματα σχετικά με τη συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικών κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους, όταν εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα δικαιούνται συνδικαλιστική άδεια, η άδεια αυτή είναι αμειβόμενη ή άνευ αποδοχών ανάλογα με την κατηγοριοποίηση της εργασιακής σχέσεως και ειδικότερα ανάλογα με το αν πρόκειται για σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου.

Σύμφωνα ακόμη με τη γενική εισαγγελέα, μεταδίδει το ΑΜΠΕ, εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε δημόσια υπηρεσία ο οποίος κατέχει οργανική θέση και εργαζόμενος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που απασχολείται στην ίδια εργασία αλλά δεν κατέχει οργανική θέση είναι κατ’ αρχήν «αντίστοιχοι».

Η εισήγηση αυτή της Ελεανόρ Σάρπστον προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έγινε με αφορμή ερωτήματα που έθεσε το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ελλάδας που ζητούσε ζητεί να διευκρινιστούν τέσσερα ζητήματα σχετικά με τη συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικών κανόνων σύμφωνα με τους οποίους, όταν εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα δικαιούνται συνδικαλιστική άδεια, η άδεια αυτή είναι αμειβόμενη ή άνευ αποδοχών, ανάλογα με την κατηγοριοποίηση της εργασιακής σχέσεως και ειδικότερα ανάλογα με το αν πρόκειται για σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου.

Το 1999, τρεις ευρωπαϊκές διεπαγγελματικές οργανώσεις συνήψαν μια συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία αποτέλεσε το παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Η συμφωνία-πλαίσιο ορίζει ότι ως «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» νοείται «ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων» καθώς και ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου.

Ο ελληνικός νόμος 1400/1983 προέβλεψε ότι, για τους δημόσιους υπάλληλους και τους εργαζομένους του Δημοσίου οι οποίοι κατέχουν οργανική θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την επίμαχη συνδικαλιστική άδεια θα πρέπει να καταβάλλονται αποδοχές. Δεν υπήρχε, πάντως, κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών στην κύρια διαδικασία, τέτοιο δικαίωμα σε αποδοχές για τους εργαζομένους του Δημοσίου με ιδιωτικού δικαίου σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, προσληφθέντες προς κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, οι οποίοι δεν κατείχαν οργανική θέση.

Ο Κ. Α. εργαζόταν σε υπουργείο με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση ορισμένου χρόνου από τον Νοέμβριο του 2008 έως τον Οκτώβριο του 2009. Ήταν μέλος συνδικαλιστικής οργανώσεως και, κατά το διάστημα αυτό, του είχε χορηγηθεί συνδικαλιστική άδεια 34 ημερών. Το υπουργείο επιχείρησε να του καταβάλει τις αποδοχές που αντιστοιχούσαν σε αυτές τις 34 ημέρες, αλλά η επίτροπος αρνήθηκε την έγκριση της πληρωμής με το σκεπτικό ότι λόγω του εργασιακού καθεστώτος του ο Κ. Α. δεν δικαιούτο τέτοιου είδους αποδοχές.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο κλήθηκε να κρίνει αν η δυσμενής αντιμετώπιση των προσώπων που τελούν στην ίδια κατάσταση με τον Κ. Α. είναι συμβατή με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

Το γεγονός ότι προσλαμβάνεται προσωπικό για ορισμένο χρόνο προκειμένου να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες, ενδεχομένως είναι σε θέση να δικαιολογήσει κανόνα κατά τον οποίο είχαν δικαίωμα σε μικρότερη συνδικαλιστική άδεια έναντι του προσωπικού αορίστου χρόνου. Όταν, όμως, έχουν δικαίωμα σε ισόχρονη συνδικαλιστική άδεια για τους ίδιους λόγους, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί τη μη καταβολή των αποδοχών που αντιστοιχούν στο διάστημα της άδειας αυτής, ενώ το προσωπικό αορίστου χρόνου αμείβεται.