Σε ειδική έκδοση του ΔΝΤ, που δόθηκε ξεχωριστά από την έκθεση αξιολόγησης της Ελλάδας, ο Πολ Τόμσεν αναγνωρίζει πως η Ελλάδα έχει κάνει μια πολύ εντυπωσιακή δουλειά στο σκέλος της προσαρμογής, καθώς έχει βελτιώσει το πρωτογενές ισοζύγιο κατά περίπου 9% του ΑΕΠ και μάλιστα κάτω από μακροοικονομικές αντιξοότητες.
Όμως, δεδομένης της κλίμακας της αρχικής ανισορροπίας, σημειώνει πως υπάρχει ακόμη δρόμος και πως για να υπάρξει εξισορρόπηση απαιτείται προσαρμογή 6% του ΑΕΠ στο πρωτογενές ισοζύγιο.

«Σε διαρθρωτικούς όρους, η Ελλάδα έχει καλύψει περισσότερο από τα μισά του δρόμου», τόνισε ο Τόμσεν.

Ο Δανός οικονομολόγος αναφέρει ακόμη πως έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το πόσο γρήγορα θα έπρεπε να προσαρμοσθεί η Ελλάδα. Όπως αναφέρει, το ΔΝΤ είχε από την αρχή υποστηρίξει ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά αυτό απαιτούσε μεγάλη χρηματοδότηση, και η Ελλάδα είχε ήδη λάβει πρωτοφανή οικονομική υποστήριξη.

«Η δημοσιονομική προσαρμογή σχεδιάσθηκε έτσι ώστε να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για μια βιώσιμη δημοσιονομική θέση, με τη διαθέσιμη χρηματοδότηση», τόνισε ο Τόμσεν , ρίχνοντας ουσιαστικά το μπαλάκι στη Γερμανία και στην «απροθυμία» της να παράσχει χρηματοδότηση στην Ελλάδα.

Αναφερόμενος ειδικά στην υποεκτίμηση των επιπτώσεων της λιτότητας στην ελληνική οικονομία, ο Τόμσεν τόνισε τα εξής: «Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν πολλές επιρροές στην οικονομική δραστηριότητα που έχουν αντίκτυπο στο πως μετράμε εκ των υστέρων τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές. Για παράδειγμα, ο πολλαπλασιαστής που χρησιμοποιήθηκε όταν το πρόγραμμα εγκρίθηκε τον Μάιο του 2010 αντανακλούσε σχετικές παραδοχές ως προς την εμπιστοσύνη, τους πιστωτικούς μηχανισμούς, και την εξωτερική ζήτηση. Ωστόσο, η κλιμάκωση της πολιτικής κρίσης έπληξε σοβαρά την εμπιστοσύνη και συνέβαλε στην πολύ βαθύτερη από ό,τι αναμενόταν, πιστωτική κρίση».

Ο Τόμσεν σημείωσε πως το παρόν πρόγραμμα ενσωματώνει έναν πολύ υψηλότερο πολλαπλασιαστή από το αρχικό πρόγραμμα, επειδή έγινε φανερό ότι απαιτούνταν διαφορετικές βασικές παραδοχές. «Με αυτό το υψηλότερο πολλαπλασιαστή, ελπίζουμε ότι οι προβλέψεις θα επιβεβαιωθούν αλλά πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι οι υποκείμενες υποθέσεις μπορούν να διαφοροποιηθούν», σημείωσε.