Το «Φίλεμα», το βραβευμένο έργο του Μάνου Κουνουγάκη, μετά την περσινή επιτυχία επιστρέφει για λίγες παραστάσεις, σε σκηνοθεσία της Λίνας Αλτιπαρμάκη. Το κείμενο έχει ως αφετηρία προφορικές μαρτυρίες για τη ναζιστική κατοχή στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα για την εκτέλεση 25 αμάχων στο χωριό Γέργερη, Ηρακλείου, και στο γεύμα που παρέθεσε ένας καφετζής-παντοπώλης στους ναζί την παραμονή της εκτέλεσης.
Στον πυρήνα του έργου τοποθετείται η φιλοξενία, η οποία ορθώνεται ως φορέας φωτός απέναντι στο απόλυτο κακό του ναζισμού (και του όποιου αντίστοιχου του ναζισμού εμφανίζεται απειλητικά στην ανθρώπινη ιστορία). Παράλληλα θίγει θέματα όπως το μίσος, η εκδίκηση, η συγχώρεση, οι διακρίσεις, ο ρατσισμός, η αναζήτηση της γαλήνης, η αποδοχή του άλλου και η ατομική ευθύνη.
Με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης, ο συγγραφέας του έργου, Μάνος Κουνουγάκης μιλάει στο Newsbeast για το έργο.

– Το Φίλεμα βασίζεται σε αληθινά γεγονότα της Κατοχής στην Κρήτη και σε προσωπικές μνήμες της οικογένειάς σας. Πώς ήταν η εμπειρία να μετατρέψετε τόσο φορτισμένες ιστορίες σε θεατρικό έργο;
Νιώθω χαρά που κατάφερα έστω και μέσα από μία μυθοπλασία να μιλήσω για εκείνα τα γεγονότα και να βοηθήσω στη διατήρηση τόσο των αφηγήσεων του παππού μου όσο και της ιστορικής μνήμης. Ένα στοιχείο άλλωστε που μας συνδέει με την οικογένειά μας είναι οι ιστορίες τους, τα γεγονότα που έχουν σημαδέψει τις ζωές τους. Αυτές οι ιστορίες είναι μέρος της ταυτότητάς μας. Η ευλογία με τη θεατρική γραφή είναι πως αυτό το μοίρασμα πολλαπλασιάζεται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ξυπνάει ταυτόχρονα διαφορετικές μνήμες, ιστορίες που έχουν ακούσει ή βιώσει οι θεατές. Έτσι η μία ατομική μνήμη ενώνεται με την άλλη δημιουργώντας μια συλλογική μνήμη. Και αυτή η συλλογική μνήμη μας ενώνει.
– Στο σημείωμα σας μιλάτε για «μια ιστορία παράλληλης πραγματικότητας». Τι σας οδήγησε να συνδυάσετε τη μαρτυρία με το φαντασιακό στοιχείο;
Το φαντασιακό είναι ένα σημαντικό κομμάτι της συγγραφικής μου ταυτότητας, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει σε όλα μου τα έργα. Στο Φίλεμα μέσα από το φαντασιακό στοιχείο θέλησα να δώσω μια πανανθρώπινη διάσταση στο έργο και να βάλω την έννοια άνθρωπος στο επίκεντρο. Να μιλήσω για το πόσο υποκειμενικές, ασταθείς και αβάσιμες είναι οι όποιες διακρίσεις και το πως σε ένα παράλληλο κόσμο θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Στο Φίλεμα, λοιπόν, ασχολήθηκα με μια ερώτηση παράλληλης πραγματικότητας που με απασχολούσε: «πως θα ήταν ο κόσμος μας αν εκτός από εμάς, το είδος homo sapiens, θα επιζούσε ως τις μέρες μας και ένα άλλο είδος ανθρώπου, ένα από τα «ξαδέρφια» μας που εξαφανίστηκε πριν χιλιάδες χρόνια.» Η απάντηση που έδωσα σε αυτή την υπόθεση εργασίας ήταν πως εκείνοι οι άνθρωποι θα χαρακτηριζόταν από εμάς ως «υπάνθρωποι» και θα ήταν αντικείμενο μίσους και διακρίσεων. Και συνεπώς αν η ροή της ιστορίας είχε φέρει και σε εκείνον τον κόσμο την άνοδο του φασισμού και τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, εκείνοι οι «άλλοι» άνθρωποι, θα ήταν τα θύματα του Ολοκαυτώματος.

– Αν έπρεπε να περιγράψετε το Φίλεμα με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν;
Φιλοξενία, Χρέος, Άνθρωπος.
– Η παράσταση επιστρέφει για 2η σεζόν, από τα σχόλια που έχετε και ο ίδιος ακούσει από το κοινό γιατί πιστεύετε ότι άγγιξε τον κόσμο;
Για αρχή, οφείλω να σταθώ στην υπέροχη δουλειά που έκαναν τόσο η σκηνοθέτης Λίνα Αλτιπαρμάκη όσο και οι ηθοποιοί της παράστασης. Επένδυσαν στη λιτότητα και στις ερμηνείες ώστε να αναδειχθεί το έργο χωρίς την ανάγκη εντυπωσιασμών. Πρόσφεραν δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, μια αγνή εμπειρία θεάτρου. Από εκεί και πέρα νομίζω πως το Φίλεμα προσφέρει στο κοινό μια ιστορία με ανατροπές και σασπένς που θίγει μια ευρεία βεντάλια από ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και ανασύρει βιώματα στους θεατές. Έτσι, η πλειοψηφία του κοινού μπαίνει στη θέση των προσώπων του έργου, αντιμετωπίζει τα ηθικά τους διλλήματα και αγωνιά μαζί τους. Είναι ταυτόχρονα ένα έργο απαιτητικό που τους ζητάει να βυθιστούν στον κόσμο του, ένα έργο δηλαδή που θεωρεί τους θεατές συλλειτουργούς της θεατρικής ιεροτελεστίας. Για αυτό και προς το τέλος του έργου γίνονται και οι ίδιοι, έστω κι έμμεσα, ζωντανό κομμάτι της παράστασης. Τέλος, είναι μια παράσταση που ξυπνάει μνήμες, ατομικές και συλλογικές, για τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος αλλά και που ταυτόχρονα δίνει μια διαφορετική ηθική επιλογή.

– Η φιλοξενία βρίσκεται στον πυρήνα του έργου, ως απάντηση στο σκοτάδι του ναζισμού. Πώς ερμηνεύετε σήμερα, στον 21ο αιώνα, τη δύναμη της φιλοξενίας απέναντι σε κάθε μορφή βίας και μισαλλοδοξίας;
Φιλοξενία σημαίνει να είσαι φίλος του ξένου, δηλαδή του Άλλου, αυτού που είναι διαφορετικός από εσένα. Και πρέπει να σταθούμε στη λέξη «φίλος» γιατί σαν λέξη προϋποθέτει μια ισότητα σχέσης. Δεν είμαστε φιλόξενοι επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο από τον άλλο, ούτε επειδή φοβόμαστε ή θεωρούμε τον εαυτό μας κατώτερο, αλλά γιατί βλέπουμε τον άλλο ισότιμα, σαν αδερφό μας. Άρα στην ουσία η φιλοξενία είναι μια πράξη που καταργεί κάθε διάκριση. Αν και η ανθρωπότητα εξελίσσεται είναι γεγονός πως οι διακρίσεις σε όλες τους τις εκφάνσεις συνεχίζουν να είναι ένα από τα μεγάλα αγκάθια του πολιτισμού μας. Οπότε η φιλοξενία, όπως την ορίσαμε παραπάνω, μπορεί να είναι μια δύναμη αντίθετη στις διακρίσεις αλλά και στους μηχανισμούς βίας και καταπίεσης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναρωτηθούμε κι εμείς, ατομικά, για το αν έχουμε αυτή την αξία στον πυρήνα της ζωής μας. Ποια είναι η στάση μας, για παράδειγμα, απέναντι στους πρόσφυγες;
– Ως εκπαιδευτικός, πώς επηρεάζει η επαφή σας με τους μαθητές τη συγγραφική σας ματιά; Θεωρείτε ότι η τάξη μπορεί να γίνει ένας τόπος καλλιέργειας της ίδιας «φιλοξενίας» που αποτελεί τον πυρήνα του Φιλέματος;
Την επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό. Οι μαθητές μου τα τελευταία χρόνια είναι παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Οπότε σκέφτομαι συχνά πως ως γονείς και εκπαιδευτικοί έχουμε το χρέος να καλλιεργήσουμε σε αυτά τα παιδιά αξίες που θα τους κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Κάποιες από αυτές τις αξίες προσπαθώ να τις ενσωματώσω ως θεματικές στα έργα μου, ελπίζω όχι διδακτικά.
Όσον αφορά τη φιλοξενία, η τάξη πρέπει να γίνει ένας χώρος αποδοχής της διαφορετικότητας. Μια αγκαλιά που θα δέχεται ισότιμα κάθε παιδί ή έφηβο ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής του, το πολιτιστικό του υπόβαθρο και οτιδήποτε άλλο τον κάνει διαφορετικό από την πλειοψηφία της σχολικής κοινότητας. Ένας χώρος θα λέγαμε παρόμοιος με το καφενείο του Γιόζεφ.

Λίγα λόγια για την υπόθεση:
Η Άννα και ο Γιόζεφ έχουν ένα καφενέ σε ένα ορεινό χωριό. Ενώ ο στρατός κατοχής ετοιμάζεται να κάψει το χωριό τους, οι δυο τους αναγκάζονται να ετοιμάσουν τραπέζι για τους κατακτητές με τον Γιόζεφ να θεωρεί τη Φιλοξενία ως ύψιστο χρέος του και την Άννα να επιθυμεί να τους δηλητηριάσει. Δυο στρατιωτικοί, ο διοικητής Κλίνσμαν και η Λοχαγός Μάουερ, καθώς και ένα ντόπιος συνεργάτης τους εμφανίζονται στον καφενέ και απολαμβάνουν ένα γεύμα γεμάτο εντάσεις. Τι θα ακολουθήσει και ποιος θα επιβιώσει στο τέλος;
Συντελεστές:
Κείμενο: Μάνος Κουνουγάκης
Σκηνοθεσία: Λίνα Αλτιπαρμάκη
Μουσική: Χρήστος Γαλάνης, Γιάννης Σαρρής
Φωτογραφίες: Κατερίνα Καραδημήτρη
Παίζουν: Αντώνης Βούλτσος- Δαμουλάκης (Διοικητής Κλίνσμαν), Ευγενία Μαραγκού (Λοχαγός Μαρία Μάουερ), Ντόρα Μάτσικα (Άννα), Νίκος Στεργιώτης (Ιάκωβος Μαγιάς) και Γιάννης Χαρμπάτσης (Γιόζεφ)
Παραστάσεις:
Πρεμιέρα 10 Οκτωβρίου
Τελευταία παράσταση 28 Νοεμβρίου
Κάθε Παρασκευή στις 21:00
Προπώληση: more.com
Θέατρο Άβατον: Ευπατριδών 3, Αθήνα