Ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και στην απόσυρσή του από το Χόλιγουντ κάνει στον Independent ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Xan Brooks, παρουσιάζοντας λεπτομέρειες για την καριέρα του τις οποίες ενδεχομένως πολλοί να μην γνωρίζουν.

Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:

Ίσως κάποια μέρα, αν είναι θέλημα Θεού, να γίνει μια ταινία για τα παρασκήνια των γυρισμάτων του Phantom Thread (2017) του Πολ Τόμας Άντερσον. Είτε ως ντοκιμαντέρ είτε ως δράμα, σαν σαιξπηρική τραγωδία ή φρενήρης φάρσα, η ταινία αυτή θα μπορούσε να αποκαλύψει πώς ένας σπουδαίος ηθοποιός έχασε τη θέλησή του να συνεχίσει. Τα γυρίσματα κράτησαν πολύ, οι συνθήκες ήταν πιεστικές και η καθαρή απόλαυση της ερμηνείας είχε πια χαθεί. Με την ολοκλήρωση του ρόλου του ως σχεδιαστής υψηλής ραπτικής Ρέινολντς Γούντκοκ, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις ανακοίνωσε ότι αποσύρεται. «Πρέπει να πιστεύω στην αξία αυτού που κάνω», εξήγησε τότε ο 60χρονος ηθοποιός. Και πρόσθεσε ότι τελευταία, αυτό δεν ίσχυε πλέον.

Μαθαίνοντας για τον θάνατο του Αμερικανού προέδρου Κάλβιν Κούλιτζ, η Ντόροθι Πάρκερ είχε πει το περίφημο: «Πώς το κατάλαβαν;». Είναι δελεαστικό να θέσει κανείς το ίδιο ερώτημα για την απόσυρση του Ντέι-Λιούις, δεδομένου του πόσο σπάνια εμφανιζόταν στη μεγάλη οθόνη τα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Από το 2000 και μετά συμμετείχε μόλις σε επτά ταινίες, και φημολογείται πως στο τέλος της κάθε μιας εξέταζε αν θα συνεχίσει. Είναι ο πιο εύθραυστος, αμφίθυμος και αντισταρ σταρ του κινηματογράφου, γεγονός που παραδόξως, ενισχύει τη μυθική του διάσταση.

Αν δεν μπορούμε να έχουμε μια νέα ταινία με τον Ντέι-Λιούις φέτος το καλοκαίρι, τουλάχιστον μπορούμε να απολαύσουμε μια παλιά, η οποία επανεκδόθηκε πρόσφατα. Στο My Beautiful Laundrette (1985), ο Ντέι-Λιούις ενσαρκώνει τον Τζόνι, έναν ντεκαπαρισμένο νεοφασίστα πάνκη που λυτρώνεται από την αγάπη ενός καλού ανθρώπου, στην προκειμένη περίπτωση του Όμαρ, ενός αγγλο-ασιάτη παλιού του συμμαθητή. Ήταν ο ρόλος που τον ανέδειξε, λίγο πριν τον δούμε και στο A Room with a View (1985) των Μέρτσαντ-Άιβορι. Στην ταινία του Στίβεν Φρίαρς, σε σενάριο του Χάνιφ Κιουρέισι, ο Ντέι-Λιούις είναι τρίτος στη λίστα του καστ, σχεδόν σαν μέρος του ντεκόρ. Η ταινία αποτυπώνει όνειρα μεταναστών στο Λονδίνο της Θάτσερ, μέσα σε ένα τραχύ και κάπως θεατρικό σκηνικό. Από τη σημερινή οπτική, πρόκειται για ένα συναρπαστικό ντοκουμέντο μιας άλλης εποχής και μιας προ-στάρ εκδοχής του Ντέι-Λιούις.

Ο ίδιος γνωρίζει πώς τον αντιλαμβάνεται το κοινό: ως «τρελό μπάσταρδο» (δικά του λόγια), παγιδευμένο σε νεράιδες και μεθόδους υποκριτικής που είναι σχεδόν πιο διάσημες από τις ίδιες τις ερμηνείες του. Παραμένει πεισματικά στον ρόλο, προσπαθώντας να γίνει ο χαρακτήρας που υποδύεται. Έμεινε σε αναπηρικό καροτσάκι στα γυρίσματα του My Left Foot (1989), έτρωγε φυλακισμένα γεύματα στο In the Name of the Father (1993), και έγδερνε ζώα στο δάσος για το The Last of the Mohicans (1992). Η μέθοδος απέδωσε: έχει κερδίσει τρία Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, ρεκόρ για τις ταινίες My Left Foot, There Will Be Blood (2007) και Lincoln (2012). Όμως, όπως παραδέχεται, μπορεί να είναι βασανιστική εμπειρία για όσους δουλεύουν μαζί του, τόσο στο σπίτι όσο και στα γυρίσματα. Φανταστείτε να δουλεύετε ασταμάτητα στο Gangs of New York του Μάρτιν Σκορσέζε (2002) και να κάθεστε για φαγητό δίπλα στον γυάλινο «Μπιλ ο Χασάπης».

Βράβευση για το «Lincoln»

Τον είχα συναντήσει μία φορά πριν από χρόνια. Ήταν στοχαστικός, ευγενικός και δεν έδειχνε καθόλου «τρελός». Μου είχε εξηγήσει ότι δεχόταν λίγους ρόλους επειδή δεν ήθελε να αισθάνεται ότι απλώς κάνει τη δουλειά μηχανικά. Επίσης, έλεγε πως το να παραμένει στον χαρακτήρα τον βοηθούσε να διατηρεί τη συγκέντρωσή του στον αποσπασματικό ρυθμό των κινηματογραφικών γυρισμάτων. «Έτσι δεν υπάρχει ρήξη κάθε φορά που σταματά η κάμερα, κάθε φορά που βλέπεις τα καλώδια, τις καπαρντίνες και ακούς τους ασυρμάτους». Ίσως, να ήταν αυταπάτη, παραδεχόταν, αλλά για εκείνον λειτουργούσε.

Αναρωτιέμαι αν το Phantom Thread ήταν το σημείο καμπής, η παραγωγή που τον έσπρωξε πέρα από τα όριά του. Ήταν η δεύτερη συνεργασία του με τον Άντερσον, μετά το There Will Be Blood, και εξιστορούσε τον σκοτεινό ρομαντισμό και την πάλη εξουσίας ανάμεσα σε έναν εμμονικό σχεδιαστή μόδας και μια μετανάστρια σερβιτόρα (Βίκι Κριπς). Η ταινία είναι κλειστοφοβική και το ίδιο ήταν και τα γυρίσματα. Τον Μάρτιο του 2017, το συνεργείο μετακόμισε στο νούμερο 3 της Πλατείας Φιτζρόι για ένα «αόρατο γύρισμα», όπου το σπίτι λειτουργούσε ταυτόχρονα ως σκηνικό, κατάλυμα και αποθηκευτικός χώρος. Σε προηγούμενες δουλειές, ο Ντέι-Λιούις μπορούσε να κρατά κάποια απόσταση. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν κολλημένος στον ιδιότροπο Ρέινολντς Γούντκοκ, συνεχώς ιδρωμένος και σε κοντινά πλάνα, εντός και εκτός οθόνης. «Ήταν φρικτό», παραδέχθηκε. «Ένας εφιάλτης από άποψη παραγωγής», ενώ ο χαρακτήρας του ενοχλούσε όλο το συνεργείο. «Είναι δύσκολο να δουλεύεις με ανθρώπους που πραγματικά σε μισούν», είπε.

Αν υπάρχει κάποιο δίδαγμα σε αυτή την ιστορία καλλιτεχνικής εξουθένωσης, είναι πως καμία μέθοδος δεν είναι αλάνθαστη και όλοι έχουν ένα όριο. Ακόμα και οι ιδιοφυΐες. Ακόμα κι όταν έχουν τρία Όσκαρ στο ράφι. Το ιδανικό για τον Ντέι-Λιούις ήταν πάντα η «ροή», η πλήρης εμβύθιση, η ευτυχία της αδιάκοπης δημιουργίας. Όμως στο αρχοντικό του Phantom Thread δεν μπορούσε πια να αγνοήσει τα καλώδια, τις ράγες της κάμερας και τους εκνευρισμένους συνεργάτες. Ο ρόλος ήταν θρίαμβος και του χάρισε άλλη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ. Όμως, το κρίσιμο και μοιραίο ήταν πως εκείνος δεν πίστευε πια σε αυτό.

Το Όσκαρ για το «My left foot»

Η μοίρα των διάσημων ηθοποιών είναι ότι ακόμη και η απόσυρσή τους αντιμετωπίζονται σαν άλλη μία ερμηνεία, σαν παύση γεμάτη δραματική ένταση. Ο Ντέι-Λιούις, βέβαια, δεν βοήθησε ιδιαίτερα τον εαυτό του. Είχε αποσυρθεί ξανά, μεταξύ 1997 και 2001 και πρόσφατα έσπασε άλλη μία υπόσχεση, συμμετέχοντας σε ταινία του 26χρονου γιου του. Η επερχόμενη Anemone είναι οικογενειακό δράμα, με φόντο το Ηνωμένο Βασίλειο και τον φέρνει μαζί με τον Σον Μπιν και τη Σαμάνθα Μόρτον. Ίσως και πάλι να είναι απλώς ένα μέρος του συνόλου, όπως και στο My Beautiful Laundrette πριν από 40 χρόνια.

Ένας ηθοποιός έχει κάθε δικαίωμα να αλλάζει γνώμη. Ο Ντέι-Λιούις μπορεί να αποσύρεται και να επιστρέφει όσες φορές θέλει. Ωστόσο, είναι πιθανό πως το Anemone θα αποτελέσει έναν ήσυχο επιθανάτιο ρόγχο και όχι την αρχή μιας αναγέννησης. Είτε η ταινία είναι καλή είτε όχι, μέχρι να κυκλοφορήσει και πιθανότατα και μετά θα συνεχίσω να θεωρώ το Phantom Thread ως την πραγματική του αυλαία. Ίσως, να είναι και ο απόλυτος ρόλος του: αυτός που τον παγίδευσε, τον διέλυσε και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Ρέινολντς Γούντκοκ καταλήγει άρρωστος, εξαρτημένος, αιχμάλωτος σε ένα αρχοντικό στο Λονδίνο. Ο Ντέι-Λιούις στάθηκε πιο τυχερός. Κατάφερε να φύγει και να επιστρέψει στο σπίτι του.