Ήταν η πολιτική δολοφονία που όχι μόνο καθόρισε μια εποχή, αλλά έμελλε να έχει ευρύτερες συνέπειες για ένα έθνος και ένα καλό τμήμα του γνωστού κόσμου.

Μέχρι το 30 π.Χ., ο Οκταβιανός είχε εκτοπίσει όλους τους σημαντικούς εχθρούς που στέκονταν εμπόδιο ανάμεσα σε αυτόν και την εύθραυστη πια μοίρα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Ο Γάιος Οκτάβιος, που θα μάθαινε σύντομα όλος ο κόσμος ως αυτοκράτορα Αύγουστο, ήταν ο άνθρωπος που είχε ονομάσει ο Ιούλιος Καίσαρας θετό του γιο και κληρονόμο της διαθήκης του.

Και από την πρώτη στιγμή της δολοφονίας του θείου του κυνήγησε λυσσαλέα τους συνωμότες που σκότωσαν τον ισχυρό άντρα της Ρώμης 14 χρόνια πρωτύτερα. Γιατί ήξερε πως αν τους έβγαζε από τη μέση, ο δρόμος για τη μετατροπή της δημοκρατίας σε αυτοκρατορία θα ήταν διάπλατα ανοιχτός.

Μόνο που με τόσους συνωμότες στο κατόπι του Καίσαρα, η εκδικητική αυτή σταυροφορία μόνο εύκολη δεν ήταν…

Κάσσιος και Βρούτος, οι βασικοί υπαίτιοι της δολοφονίας

Στα 14 αυτά χρόνια που μεσολάβησαν από τη δολοφονία του Καίσαρα εκείνον τον Μάρτιο του 44 π.Χ., κάποιοι από τους συνωμότες ήταν ήδη εκτός κάδρου. Τον Οκτώβριο του 42 π.Χ., συγκεκριμένα, οι ενωμένες δυνάμεις Οκταβιανού και Μάρκου Αντώνιου θριάμβευσαν στην τελική σύγκρουση με τους πρωτεργάτες της δολοφονίας του Ιουλίου.

Ο Γάιος Κάσσιος (Λογγίνος) και ο γαμπρός του, Μάρκος Ιούνιος Βρούτος, οι βασικοί σκευωροί στον φόνο του Καίσαρα, είχαν ισχυροποιήσει μεν τη θέση τους στην Ανατολή, ηττήθηκαν ωστόσο κατά κράτος στους Φιλίππους.

Ο Πλούταρχος και ο Σουητώνιος μάς βεβαιώνουν μάλιστα πως οι δύο συνωμότες αυτοκτόνησαν με τα ξίφη τους, τα ίδια σπαθιά με τα οποία σκότωσαν τον Καίσαρα.

Η Δεύτερη Τριανδρία (Οκταβιανός, Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος) ήταν πια ελεύθερη να χωρίσει τα εδάφη της Ρώμης, αν και το κυνήγι του Οκταβιανού δεν θα σταματούσε ούτε στιγμή.

Το 35 μ.Χ. ο φίλος και στρατηγός του Οκταβιανού, Μάρκος Αγρίππας, εκστράτευσε στη Σικελία και νίκησε τον Σέξτο Πομπήιο, γιο του Πομπήιου του Μεγάλου, παλιού συμμάχου του Καίσαρα που στράφηκε ωστόσο εναντίον του.

Ο Σέξτος, εκ των βασικών συνωμοτών του Καίσαρα, διέφυγε στη Μικρά Ασία. Τον έπιασαν την ίδια χρονιά σύμμαχοι του Αντώνιου στη Μίλητο και τον εκτέλεσαν χωρίς δίκη.

Μέχρι τότε προβεβλημένα ονόματα της πολιτικής δολοφονίας, όπως ο Πόπλιος Σερβίλιος Κάσκας, ο αδελφός του Γάιος Σερβίλιος και ο Λεύκιος Τίλλιος Κίμβρος ήταν νεκροί.

Εκτός κάδρου ήταν και ο περίφημος Δέκιμος Βρούτος, πολιτικός και στρατηγός της Ρώμης και παλιός σύμμαχος του Καίσαρα στον εμφύλιο με τον Πομπήιο. Μετά τη δολοφονία, ο στρατηγός ενεπλάκη στις μάχες Οκταβιανού και Αντώνιου και προσπάθησε κάποια στιγμή να καταφύγει στη Μακεδονία, για να βρεθεί στο πλευρό του Κάσσιου και του Βρούτου.

Τον σκότωσε καθ’ οδόν τον Σεπτέμβριο του 43 π.Χ. ένας γαλάτης πολέμαρχος, σύμμαχος του Αντώνιου.

Νεκρός ήταν επίσης και ο τέταρτος της ηγετικής ομάδας, ο Βρούτος Αλμπίνος, ο άνθρωπος που αρνήθηκε να παραδώσει στον Αντώνιο τη διοίκηση της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας και βρέθηκε να πολιορκείται από τον Αντώνιο τον Οκτώβριο του 44 π.Χ.

Πόσοι ήταν οι συνωμότες

Ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. μέσα στη Σύγκλητο. Τον σκότωσαν μαχαιρώνοντάς τον 23 φορές, όπως βεβαιώνουν οι Πλούταρχος και Σουητώνιος.

Και τον σκότωσαν επειδή ανησυχούσαν πως η πρωτοφανής συγκέντρωση εξουσιών και αρμοδιοτήτων στο πρόσωπό του θα μπορούσε να υπονομεύσει τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Για «τυραννοκτονία» έκαναν εξάλλου λόγο.

Πόσοι ήταν όμως οι Συγκλητικοί που συνωμότησαν εναντίον του; Τουλάχιστον 60, βεβαιώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς, ίσως και περισσότεροι. Η θανάσιμη πλεκτάνη είχε ωστόσο τρεις κύριους ενορχηστρωτές: τον Βρούτο, τον Γάιο Κάσσιο και τον Δέκιμο Βρούτο.

Η απόφαση πάρθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 44 π.Χ. από τους Βρούτο και Κάσσιο και ο Δέκιμος ήταν ο τρίτος ισχυρός άντρας που προσχώρησε στο φονικό σχέδιο στις 7 Μαρτίου.

Στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν μέχρι τη δολοφονία κατάφεραν να επιστρατεύσουν ανθρώπους που ήταν πολύ κοντά στον Καίσαρα. Κάπου 18 ήταν οι σημαντικές και προβεβλημένες προσωπικότητες που συμφώνησαν να τον δολοφονήσουν.

Στρατιωτικοί διοικητές και Συγκλητικοί που ο Ιούλιος θεωρούσε φίλους. Ακόμα και άνθρωποι που είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους πλάι του και πολέμησαν δίπλα-δίπλα σε μάχες.

Σύμφωνα με τον έλληνα ιστορικό Νικόλαο τον Δαμασκηνό, στους σκευωρούς περιλαμβάνονταν στρατιωτικοί, αξιωματούχοι και πολιτικοί φίλοι του Καίσαρα. Και δεν είχαν όλοι τους «αγνούς» λόγους, τον φόβο μήπως γίνει δικτάτορας ο Ιούλιος δηλαδή, καθώς τα κίνητρα πολλών ήταν ταπεινά.

Η περίπτωση του Κάσσιου από την Πάρμα

Όταν έβγαλαν βέβαια από τη μέση τους κοινούς τους εχθρούς, Αντώνιος και Οκταβιανός στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου.

Τον Σεπτέμβριο του 31 π.Χ., Αντώνιος και Κλεοπάτρα ηττήθηκαν στη Ναυμαχία του Ακτίου και τώρα δεν υπήρχε κανείς να αμφισβητήσει την παντοδυναμία του Οκταβιανού. Ο Λέπιδος είχε ήδη καθαιρεθεί και εξοριστεί.

Η εκστρατεία του Οκταβιανού να τιμωρήσει τους δολοφόνους του Καίσαρα είχε τελεσφορήσει και μάλιστα με τον ιδανικό τρόπο για εκείνον. Όχι μόνο εκδικήθηκε τον φόνο του θείου του, αλλά στην πορεία ξεπήδησε και ως ο πρώτος ρωμαίος αυτοκράτορας.

Ένα τελευταίο «αγκάθι» παρέμενε ωστόσο. Ένας ναυτικός, ονόματι Κάσσιος από την Πάρμα, που ήταν ο τελευταίος της συνωμοσίας κατά του Καίσαρα που παρέμενε στη ζωή. Ο Κάσσιος πήρε μέρος στη ναυμαχία στο Άκτιο, στο πλευρό μάλιστα του Μάρκου Αντώνιου, και μετά την ήττα διέφυγε στην Αθήνα.

Εκεί ξεπήδησε ως σημαντική μορφή των τεχνών και των γραμμάτων, γράφοντας ποιήματα και θεατρικά και έχοντας πάντα ένα μάτι ανοιχτό ακόμα και όταν έπεφτε για ύπνο. Ήξερε πως κάποιοι τον αναζητούσαν για τη συνωμοσία κατά του Καίσαρα και αυτοί οι κάποιοι δεν ήταν τυχαίοι.

Είναι γεγονός ότι η ιστορία για το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με τις τεράστιες μάχες σε στεριά και θάλασσα, τις ιστορικές ειρωνείες και, πάνω απ’ όλα, τις μεγάλες μορφές που σφράγισαν την περίοδο, είναι καλά καταγεγραμμένη.

Λιγότερο γνωστή είναι η μοίρα των «μικρών» συνωμοτών του Ιουλίου Καίσαρα, ανθρώπων που διαδραμάτισαν μεν ρόλο στον φόνο του ισχυρού άντρα και στη σειρά των εμφυλίων πολέμων που ακολούθησαν, οι ιστορικοί και οι δραματουργοί δεν τους επιφύλαξαν ωστόσο σημαντική θέση.

Δεν θα τους βρεις στον «Ιούλιο Καίσαρα» ή τον «Αντώνιο και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ δηλαδή. Αυτό το ιστορικό κενό καλύπτει ένα νέο βιβλίο («The Last Assassin: The Hunt for the Killers of Julius Caesar»), που έρχεται να μας πει την ιστορία του τελευταίου εν ζωή δολοφόνου του Καίσαρα. Διασώζοντας ταυτοχρόνως τη μνήμη των λιγότερο γνωστών σκευωρών από τη λήθη του χρόνου.

Ο συγγραφέας του, Peter Stothard, ήταν για σειρά ετών συντάκτης των «London Times» και διευθυντής του λογοτεχνικού ενθέτου τους («Times Literary Supplement»), αλλά και ασίγαστος συγγραφέας ιστορικών θεμάτων περί αρχαιότητας.

Αυτός μας λέει πως το όνομα του Κάσσιου από την Πάρμα παραμένει άγνωστο ακόμα και σε μελετητές της ρωμαϊκής ιστορίας.

Ο Κάσσιος, επειδή ακριβώς ήταν ανώνυμος σε σχέση με τα μεγάλα ονόματα της δολοφονίας, κατάφερε να επιβιώσει και να ζήσει περισσότερο από τους άλλους συνωμότες. Δώδεκα χρόνια περισσότερο από τα μεγάλα ονόματα του πολιτικής δολοφονίας, Γάιο Κάσσιο και Βρούτο.

Όπως μας λέει ο Stothard, ο Κάσσιος από την Πάρμα πίστευε στην επικούρεια φιλοσοφία, όπως και πολλοί από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Ο Επίκουρος αρνήθηκε τη θεία παρέμβαση στον κόσμο, θεωρώντας πως οι θεοί δεν ασχολούνται καθόλου με τους ανθρώπους, προσβλέποντες στην «αταραξίαν».

Η επικούρεια φιλοσοφία ήταν πολύ της μόδας στα ανώτερα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας αυτή την εποχή και ο Stothard επιχειρηματολογεί πως λειτούργησε ως δύναμη που σφυρηλάτησε μια κοινή αντίληψη στους δολοφόνους του Καίσαρα για την ανάγκη να τον βγάλουν από τη μέση.

«Σε ποιο βαθμό είσαι δικαιολογημένος να σκοτώσεις έναν τύραννο; Πόσο κακός πρέπει να είναι ένας ηγεμόνας ώστε να σε δικαιολογήσει να ρίξεις τη χώρα και τον μισό κόσμο σε εμφύλιο πόλεμο;», αυτά μας λέει ο συγγραφέας πως συζητούσαν οι συνωμότες μέχρι να καταλήξουν σε μια κοινή απόφαση.

«Υπήρχαν άνθρωποι με πολύ παραπλήσιες απόψεις με τον Γάιο Κάσσιο και τον Κάσσιο από την Πάρμα που έλεγαν πως όσο κακός κι αν ήταν ο Καίσαρας, ο εμφύλιος πόλεμος ήταν χειρότερος. Και το καλύτερο που είχες να κάνεις ήταν να αποσυρθείς στον κήπο σου, αν μπορούσες να έχεις έναν, να καθίσεις κάτω και να επικεντρωθείς στην προσωπική σου ειρήνη.

Και υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι με παρόμοιες ιδέες που έλεγαν πως αν κάποιος σαν τον Ιούλιο Καίσαρα ήταν επικεφαλής όλου του κόσμου, τότε δεν θα μπορούσες ποτέ να βρεις την προσωπική ειρήνη».

Παρά τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της δολοφονίας, ο Stothard τονίζει πως για κάποιους το ζήτημα ήταν καθαρά προσωπικό. «Ο Καίσαρας έδωσε τη γη μου στην ερωμένη του ή ο Καίσαρας δεν με βοήθησε να πάρω μια δουλειά που μου άξιζε ή ο Καίσαρας δεν μου έδωσε τα λεφτά που έπρεπε να μου δώσει».

Ο άντρας από την Πάρμα ζούσε τόσα χρόνια περιμένοντας τη δολοφονία του. Είχε καταφέρει να αποφύγει την εκδίκηση του αυτοκράτορα τελικά Οκταβιανού για 14 ολόκληρα χρόνια. Και όπως και άλλοι που είχαν βρεθεί στη λάθος πλευράς της Ιστορίας, είχαν καταφύγει στην Αθήνα.

Τώρα όμως ήταν η στιγμή να γνωρίσει τη νέμεση.

Όπως μας παραδίδει η ρωμαϊκή γραμματεία, ο Κάσσιος άρχισε να ταλανίζεται κάποια στιγμή από εφιάλτες. Έβλεπε μια φριχτή μορφή, ένα πελώριο μοχθηρό τέρας, που καραδοκούσε έξω από την οικία του. Στο όνειρο το τέρας τού έλεγε πως ήταν ο Πλούτωνας.

Οι δούλοι του τον διαβεβαίωναν κάθε βράδυ πως κανείς δεν ήταν έξω από το σπίτι του. Ώσπου μια νύχτα ήταν κάποιος. Κάποιος Κόιντος Βάρος, συγκεκριμένα, έμπιστος του Οκταβιανού, που κατέφτασε στην Αθήνα το 30 π.Χ. για να σκοτώσει τον τελευταίο συνωμότη του Καίσαρα.

Όταν του έκοψε το κεφάλι, όλοι οι δολοφόνοι του Καίσαρα ήταν νεκροί. Ο κόσμος που άθελά τους δημιούργησαν είχε μόλις ανατείλει…