Οι κινήσεις του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όσον αφορά τη Λιβύη καθώς και μία σειρά πολλαπλών τουρκικών μέτρων και ανακοινώσεων υποδηλώνει ότι οι φιλοδοξίες του στην περιοχή δεν περιορίζονται πλέον στην προστασία της κυβέρνησης της Τρίπολης και στο να της δώσει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί ισότιμα με τον Χαλίφα Χαφτάρ.

Όπως γράφει σε ανάλυση του στο Bloomberg ο Bobby Ghosh η τουρκική στρατιωτική υποστήριξη επέτρεψε στις δυνάμεις της Κυβέρνησης Εθνικής Συνεννόησης (GNA) να προκαλέσουν πλήγματα και στρατιωτικά πισωγυρίσματα στον λεγόμενο Λιβυκό Εθνικό Στρατό (LNA) του Χαφτάρ.

Ωστόσο, η Τουρκία απέρριψε πρόταση κατάπαυσης του πυρός από πλευράς Αιγύπτου, δηλαδή του κύριου υποστηρικτή του LNA.

Η υποχώρηση του Χαφτάρ έδωσε πάτημα στον Ερντογάν να κάνει λόγο για «σωστή εξωτερική πολιτική». Όπως αναφέρει το δημοσίευμα ωστόσο, το πιο σημαντικό είναι ότι επιτρέπει στην Τουρκία να «έχει χώρο» να επεκτείνει την επιρροή της στη Λιβύη.

Ενώ σηματοδοτεί τη μακροπρόθεσμη δέσμευσή της εκεί, η Άγκυρα αναζητεί πολιτική και στρατιωτική κάλυψη από την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, ζητώντας έναν πιο ενεργό ρόλο από πλευράς Αμερικής και ΝΑΤΟ. Ωστόσο, ο Ερντογάν, ξεκάθαρα επιδιώκει να είναι ο ίδιος εκείνος που θα κάνει κουμάντο.

Όπως αναφέρει ο αρθρογράφος του Bloomberg «δεν γίνεται καν λόγος για απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων. Αντίθετα, το στρατιωτικό αποτύπωμα της Τουρκίας ενδέχεται να αυξηθεί με σχέδια εκπαίδευσης δυνάμεων της GNA. Στα ανοικτά των ακτών της Λιβύης, η Τουρκία διεξάγει μεγάλες ναυτικές ασκήσεις – ακόμη και “ενοχλώντας” γαλλικές ναυτικές δυνάμεις».

Την περασμένη εβδομάδα, ανώτεροι Τούρκοι αξιωματούχοι – συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και του υπουργού Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ – συναντήθηκαν με τον πρωθυπουργό Φαγέζ Αλ Σάρατζ, ο οποίος ηγείται της GNA, προκειμένου να συζητήσουν διεύρυνση συνεργασίας σε ζητήματα ασφάλειας, επενδύσεων, υποδομών και πετρελαίου.

Μεταξύ άλλων, οι Τούρκοι σύμβουλοι αναμένεται να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του τραπεζικού συστήματος της Λιβύης, οι τουρκικές εταιρείες θα βοηθήσουν στην στην εξόρυξη ενεργειακών πόρων και τα τουρκικά πλοία θα μεταφέρουν πετρέλαιο της Λιβύης σε παγκόσμιες αγορές.

Η οικονομική διάσταση

Το σκηνικό του Ερντογάν στη Λιβύη είχε πάντοτε, άλλωστε, μια σημαντική οικονομική διάσταση.

Οι τουρκικές επιχειρηματικές σχέσεις με το έθνος της Βόρειας Αφρικής προηγούνται του τρέχοντος εμφυλίου πολέμου: την τελευταία δεκαετία της δικτατορίας του Μουαμάρ Καντάφι, οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες ήταν μεταξύ των σημαντικότερων ξένων επιχειρηματικών σχημάτων τα οποία δραστηριοποιούνταν στη Λιβύη.

Περισσότεροι από 25.000 Τούρκοι εκκενώθηκαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2011 εναντίον του Καντάφι, και οι εταιρείες άφησαν πίσω τους εργοτάξια γεμάτα βαρύ εξοπλισμό.

Ένας κινητήριος παράγιντας για την υποστήριξη της GNA από τον Ερντογάν ήταν η συνέχιση κατασκευαστικών έργων αξίας περίπου 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η Λιβύη αποτελεί επίσης κλειδί για τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου ελπίζει να καταστεί σημαντικός ενεργειακός παράγοντας.

Ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι η συμφωνία του με την κυβέρνηση του Σάρατζ , το περιβόητο «τουρκολιβυκό μνημόνιο»,, η οποία αμφισβητείται έντονα από άλλα παράκτια κράτη, δίνει στην Τουρκία τη δυνατότητα να προχωρήσει σε έρευνες στα ύδατα μεταξύ των δύο χωρών.

Υπάρχουν επίσης πολιτικές και στρατηγικές διαστάσεις στην υποστήριξη αυτή. Η κυβέρνηση συνασπισμού του Σάρατζ περιλαμβάνει και ισλαμιστές, οι οποίοι βρίσκονται ιδεολογικά κοντά στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν.

Οι ελιγμοί της Τουρκίας (στρατιωτικοί, πολιτικοί και οικονομικοί) αποτελούν πρόκληση για τα Εμιράτα και τους Αιγύπτιους, οι οποίοι πρέπει να αποφασίσουν πώς θα αντιδράσουν. Ο πρόεδρος Αμπντελ-Φατάχ Αλ Σίσι έχει δηλώσει ότι θα παρέμβει στρατιωτικά εάν η GNA κινηθεί προς κατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλης της Σύρτης.

Το Κάιρο συγκεντρώνει επίσης τον αραβικό κόσμο ενάντια στην τουρκική «παρέμβαση» στη Λιβύη. Τέλος ο Ερντογάν πρέπει επίσης να λάβει υπ’ όψιν του στους υπολογισμούς του τον έτερο σημαντικό υποστηρικτή του Χαφτάρ, τη Ρωσία.