Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ υπήρξε σημείο καμπής όχι μόνο για τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και για τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα.
Mέσα στο κλίμα γενικευμένου πανικού και καχυποψίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προχώρησε σε μια πρωτοφανή απόφαση: τον εγκλεισμό δεκάδων χιλιάδων Ιαπωνοαμερικανών πολιτών σε στρατόπεδα, απλώς και μόνο λόγω της εθνοτικής τους καταγωγής.
Μετά την αιφνιδιαστική και καταστροφική επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με αποφασιστικότητα αλλά και φόβο.

Ο φόβος, συχνά κακός σύμβουλος, οδήγησε τότε σε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες αποφάσεις στην ιστορία της αμερικανικής δημοκρατίας: τον μαζικό εγκλεισμό Ιαπωνοαμερικανών πολιτών, ανεξαρτήτως ηλικίας ή ποινικού μητρώου, στα λεγόμενα «στρατόπεδα μετεγκατάστασης».
Στις 19 Φεβρουαρίου 1942, ο τότε πρόεδρος Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ υπέγραψε την Εκτελεστική Εντολή 9066, η οποία εξουσιοδοτούσε το Υπουργείο Πολέμου να δημιουργήσει «στρατιωτικές ζώνες» και να απομακρύνει από αυτές άτομα που θεωρούνταν απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Αν και η εντολή δεν κατονομάζει συγκεκριμένες εθνικότητες, εφαρμόστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε Ιαπωνοαμερικανούς – περισσότερους από 120.000 ανθρώπους, εκ των οποίων περίπου τα δύο τρίτα ήταν γεννημένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες και άρα Αμερικανοί πολίτες.
Από τις εστίες στις φρουρούμενες ερήμους
Οι πρώτες απομακρύνσεις ξεκίνησαν την άνοιξη του 1942. Οι άνθρωποι που στοχοποιήθηκαν είχαν ελάχιστο χρόνο να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, συχνά με μία βαλίτσα στο χέρι. Πολλοί πούλησαν βιαστικά την περιουσία τους ή την εγκατέλειψαν, χωρίς ποτέ να την ανακτήσουν.

Αρχικά οδηγήθηκαν σε προσωρινούς χώρους συγκέντρωσης («Assembly Centers»), εγκαταστάσεις που συχνά ήταν ιπποδρόμια, γήπεδα, αποθήκες ή εκθεσιακοί χώροι, με πρόχειρες τουαλέτες και στρώματα από άχυρο. Από εκεί μεταφέρθηκαν σε δέκα μόνιμα στρατόπεδα, τα λεγόμενα War Relocation Centers, τα οποία βρίσκονταν σε απομονωμένες περιοχές σε επτά πολιτείες: Καλιφόρνια, Αριζόνα, Κολοράντο, Γιούτα, Γουαϊόμινγκ, Άινταχο και Αρκάνσας. Τα πιο γνωστά από αυτά ήταν το Manzanar στην Καλιφόρνια και το Heart Mountain στο Ουαϊόμινγκ.
Η ζωή πίσω από τα συρματοπλέγματα
Τα στρατόπεδα περιβάλλονταν από συρματοπλέγματα, πύργους φρουρών και στρατιωτική επιτήρηση. Οι κρατούμενοι ζούσαν σε πρόχειρους ξύλινους θαλάμους, συχνά χωρίς μόνωση από το κρύο ή τη ζέστη.
Η ιδιωτικότητα ήταν ανύπαρκτη, οι τουαλέτες κοινές και οι ιατρικές υπηρεσίες ελλιπείς.

Παρά τις κακουχίες, πολλοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν έναν στοιχειώδη ρυθμό ζωής. Δημιουργήθηκαν σχολεία, θρησκευτικοί χώροι, ακόμα και εφημερίδες. Ορισμένοι κατατάχθηκαν εθελοντικά στον στρατό των ΗΠΑ – πιο γνωστό παράδειγμα το 442ο Σύνταγμα Πεζικού, το πιο παρασημοφορημένο στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία, που συγκροτήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από Ιαπωνοαμερικανούς.

Η μεταπολεμική αποκατάσταση και η συγγνώμη
Μετά τη λήξη του πολέμου, οι Ιαπωνοαμερικανοί απελευθερώθηκαν σταδιακά, αλλά η επιστροφή τους στη ζωή πριν από τον πόλεμο ήταν σχεδόν αδύνατη. Η κοινωνική καχυποψία, η απώλεια περιουσιών και η ψυχική ταλαιπωρία άφησαν ανεξίτηλα σημάδια.
Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες μέχρι η αμερικανική πολιτεία να αναγνωρίσει το λάθος της. Το 1988, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν υπέγραψε τον Civil Liberties Act, μέσω του οποίου ζητήθηκε επίσημα συγγνώμη από την αμερικανική κυβέρνηση για τη «μεγάλη αδικία».
