Ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς δεν νίκησε μόνο τη λευχαιμία ή την κορονοϊό, αλλά και τον πόλεμο.

Ο Σέρβος προπονητής της Μπολόνια είναι ένας τύπος που έχει περάσει πολλά στη ζωή του και έχει καταφέρει να τα αντιμετωπίσει και να τα ξεπεράσει όλα. Ακόμη και τον πόλεμο στην πατρίδα του, όπου έζησε και ένα σκηνικό που δεν περίμενε ποτέ ότι θα ζούσε. Και επειδή η περιγραφή του είναι καλύτερη από οποιοδήποτε κείμενο, παραθέτουμε τα λόγια του ακριβώς όπως τα είχε πει σε μια συνέντευξή του πριν κάποια χρόνια.

«Οταν ξέσπασε ο πόλεμος, οι γονείς μου δεν ήθελαν να φύγουν από το σπίτι. Ισως επειδή το έχτισαν αυτοί. Τους τηλεφωνούσα πάντα για να φύγουν αλλά δεν άκουγαν, μου έλεγαν συνεχώς «δεν κάναμε τίποτα κακό». Ο κίνδυνος όμως παρέμενε. Μία μέρα ο καλύτερος μου φίλος, ένας Κροάτης που για μένα ήταν αδερφός, πήγε στο σπίτι μου και είπε στους γονείς μου: «Πρέπει να φύγετε γιατί αυτό δεν είναι σπίτι σας πια». Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να καταλάβει και ο φίλος μου συνέχισε: «Αν δεν φύγετε θα σας σκοτώσουμε».

Επέστρεψε δύο μέρες μετά και τους βρήκε ακόμη εκεί. Εβγαλε το όπλο, πήγε μπροστά σε μια φωτογραφία μου με τη φανέλα του Ερυθρού Αστέρα και πυροβόλησε στη φώτο. Εκείνη τη στιγμή οι δικοί μου φοβήθηκαν και «παραδόθηκαν». Πήραν το τελευταίο τρένο και έφυγαν, για να έρθουν σε εμένα, στην Ιταλία. Οταν έφυγαν, ο φίλος μου έβαλε βόμβα και κατέστρεψε το σπίτι.

Για χρόνια αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν αυτός, ο οποίος ήταν «αδερφός» μου, να κάνει κάτι τέτοιο. Επί χρόνια έκανα αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου. Μια μέρα, το 1999, ήμουν στο Ζάγκρεμπ για το πρώτο ματς ανάμεσα στις εθνικές Σερβίας και Κροατίας μετά το τέλος του πολέμου. Αυτός, λοιπόν, ήρθε στο ξενοδοχείο στο οποίο ήμασταν οι Σέρβοι και μου είπε: «Ξέρεις τι έγινε, αλλά θέλω να σου εξηγήσω. Ολοι ήξεραν ότι εγώ κι εσύ ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι και μου είπαν πως θα πρέπει να αποδείξω ότι είμαι Κροάτης αλλιώς θα με σκοτώσουν. Για να το αποδείξω, έπρεπε να διαλύσω το σπίτι των γονιών σου. Πυροβόλησα στη φωτογραφία σου γιατί οι γονείς σου δεν ήθελαν να φύγουν. Επρεπε να ανατινάξω το σπίτι αλλά δεν ήθελα να το κάνω με τους δικούς σου μέσα. Προσπάθησα, επομένως, να σώσω τους γονείς σου».

Τον αγκάλιασα και τον ευχαρίστησα επειδή δεν έσωσε μόνο τη δική του ζωή, αλλά κι αυτή τη γονιών μου. Ποιος νοιάζεται για το σπίτι… Επέστρεψα στον τόπο μου χρόνια μετά, όταν οι Σέρβοι τον είχαν «απελευθερώσει». Δεν υπήρχε τίποτα πια, μόνο ερείπια. Οταν έφτασα στη γειτονιά μου, δεν αναγνώρισα τίποτα. Εκεί έγινε κάτι που δε θα ξεχάσω ποτέ: Με πλησίασαν δύο παιδιά, 10 ετών πρέπει να ήταν, με τα όπλα στα χέρια. Θα θυμάμαι για πάντα τα μάτια τους. Ηταν τα θλιμμένα μάτια κάποιου που έχει ζήσει τα πάντα εκτός από την παιδική ηλικία».