Η ερώτηση που τίθεται συχνότατα τις τελευταίες μέρες είναι «μα τί ποινή έχει τέλος πάντων» το τάδε ή το δείνα κακούργημα. Ευλόγως, ο μέσος νομιμόφρων άνθρωπος σκέφτεται ότι το ύψος ποινής θα ήταν -για τον ίδιο- αποτρεπτικός παράγοντας για να διαπράξει αδίκημα. Όμως, δεν είναι τόσο απλό.

Πρώτον, η γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής εξ ορισμού δεν κρέμεται από τα ονομαστικά μανταλάκια ενός άρθρου του Ποινικού Κώδικα. Είναι πιο σύνθετο ζήτημα, που έχει να κάνει με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – το κατά πόσο, σε δεδομένη ιστορική περίοδο έχει εμπεδώσει στον πολίτη συγκεκριμένης έννομης τάξης την πεποίθηση ότι λειτουργεί με σχετική σταθερότητα και επαγγελματισμό, μέσα σε εύλογο χρόνο, αποκαταστατικά και αντιμετωπίζοντας ισότιμα και αναλογικά τους παραβάτες, εξατομικεύοντας τις ποινές με βάσης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιστάσεων και της προσωπικότητας του παραβάτη.

Δεύτερον, ο παραβάτης – οποίος συνήθως άγεται και φέρεται από ορμέμφυτα που κάμπτουν τη λογική- δεν σκέφτεται όπως ο μέσος νομιμόφρων άνθρωπος. Αυτή η αυθαίρετη εξίσωση οδηγεί στο λάθος σκεπτικό. Ακόμη και τον νομοθέτη. «Οι ποινές να είναι εκλογικευμένες. Τι θα πει ισόβια;». Να παραμένει 18 με 20 χρόνια στη φυλακή, είναι υπεραρκετά. Ναι, για έναν «μέσο, νομιμόφρονα» άνθρωπο που υπέπεσε σε αδίκημα από τις συνέπειες για το οποίο αργά ή γρήγορα θα λυγίσει. Όχι όμως για κάποιον που έχει μεγαλώσει μέσα στο έγκλημα και αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ κοινωνικά ζημιογόνου και ατομικά επωφελούς, ή για τον άλλον που το έχει ιδεολογικοποιήσει, ή τον τρίτον που έχει τέτοια ψυχοπνευματική διαστροφή, ώστε του είναι αδύνατον να σταματήσει να θυματοποιεί αν δεν εξουδετερωθεί.

Τρίτον, τις συνθήκες ανομίας στην Ελλάδα πολλές φορές τις δημιουργεί ο ίδιος ο νομοθέτης. Με κάθε σχέδιο αντεγκληματικής πολιτικής τον τελευταίο μισό αιώνα (από τότε καταργήθηκε εν τοις πράγμασι στη χώρα μας -ορθώς- η θανατική ποινή) να κολλάει στην κινούμενη άμμο ενός ανειδίκευτου, απαρχαιωμένου, αντιπαραγωγικά γραφειοκρατικού, μονολιθικού και ευθυνόφοβου δημοσίου μηχανισμού, ο νομοθέτης πολλές φορές επικαλέστηκε τρανά, εκσυγχρονισμένα με το διεθνές περιβάλλον ιδεώδη για να βάψει στα πεταχτά -χωρίς να τολμήσει καν πρώτα να ματσακονίσει- με ό,τι χρώμα έδειχνε φανταχτερό και του βρισκόταν πρόχειρο το σκοροφαγωμένο σκαρί του ποινικού μας νόμου. Έτσι, τα ισόβια έγιναν 16 τουλάχιστον. Τα 3/5 ελάχιστης έκτισης έγιναν 2/5, νόμοι για αποφόρτιση και εξανθρωπισμό των φυλακών άνοιξαν τις κάνουλες και ανέμιξαν λύματα με νερό, στο όνομα της ελευθερίας των λυμάτων (ας πρόσεχε το νερό), υπεργαλαξιακές παραγραφές «έστειλαν στο αρχείο χιλιάδες ζωές θυμάτων επειδή τα αδικήματα δεν ήταν σοβαρά» και επειδή οι Έλληνες «είναι δικομανείς». Με το αφανώς αζημίωτο οικείων και συγκριμένων, σε βάρος των πολλών, την ευημερία των οποίων πάντα ο νομοθέτης επικαλείται.

Κάθε φορά λοιπόν που ο «μέσος άνθρωπος» πέφτει απ’ τα σύννεφα, αγανακτισμένος για το «ύψος των ποινών», ας αναλογιστεί: ποιος μηχανισμός θα επόπτευε την εφαρμογή των πιο αυστηρών ποινών; Αυτός που σημειώνει εντυπωσιακά ποσοστά λάθους στην εφαρμογή των ηπιότερων;
Ας φροντίσουμε να βελτιωθούμε από το πόστο του ο καθένας, πάνω σε αρχές επαγγελματικής αξιοπιστίας, συνέπειας και εφαρμοσμένης επιστημοσύνης και τότε θα ανακαλύψουμε ότι πλάι στο σύννεφό μας υπάρχει μια στιβαρή σκάλα. Με τη βοήθειά της, δεν θα κινδυνεύουμε να νιώθουμε ότι «πέφτουμε».

  • Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας και μεταξύ άλλων έχει δημοσιεύσει τα βιβλία «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2013 και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001.