Λίγοι είναι οι πολίτες που γνωρίζουν πως στην περίπτωση που θεωρούν πως υπέστησαν ζημιά η οποία προκλήθηκε από δόλο, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία δικαστικού λειτουργού, μπορούν να αναζητήσουν το δίκιο τους καταθέτοντας αγωγή κακοδικίας.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Και πώς να το γνωρίζουν, άλλωστε, αφού από το 1929, όταν ιδρύθηκε και συγκροτήθηκε για πρώτη φορά το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, έχουν καταγραφεί μόλις δυο καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος δικαστών από τις περίπου 380 αγωγές που έχουν κατατεθεί. Η μια το 1964 και η δεύτερη το 1966!

Όλοι οι υπόλοιποι δικαστές που βρέθηκαν στη θέση του «κατηγορούμενου» αθωώθηκαν, με αποτέλεσμα άνθρωποι που προέρχονται ακόμη και από τους κόλπους της δικαιοσύνης να είναι προβληματισμένοι, καθώς θεωρούν ότι δίνεται η εντύπωση πως πρόκειται για ένα θεσμό που προστατεύει περισσότερο τους δικαστές απ’ ότι τους πολίτες.

Μάλιστα, όπως έλεγε αρμόδια πηγή, είναι χαρακτηριστικό πως σε ελάχιστες περιπτώσεις οι δικαστές εκπροσωπούνται από δικηγόρο δίνοντας την αίσθηση πως εκτιμούν ότι θα απαλλαγούν και την εντύπωση ότι ο μόνος τρόπος ελέγχου των δικαστών μοιάζει να είναι ο πειθαρχικός.

2528243

Η τελευταία καταδίκη δικαστή έγινε… πριν 50 χρόνια

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κρίνουν απαραίτητη την αναμόρφωση του θεσμού του Δικαστηρίου Κακοδικίας, αφού αυτή τη στιγμή, λένε, δεν ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών που ζητούν αποκατάσταση, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη δυσπιστία απέναντι στην δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της.

Η τελευταία καταδίκη δικαστή από το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας καταγράφεται πριν από 50 χρόνια, όταν υποχρεώθηκε να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 3.000 δραχμών. Η διαφορά αφορούσε 340 στρέμματα, τη νομή των οποίων είχαν στερηθεί οι εναγόμενοι κάτοικοι Μάκρης που αντιδικούσαν με τους κατοίκους Αρχανίου.

Οι δικαστικοί έχουν 9 φορές περισσότερο χρόνο από τους κοινούς θνητούς να εγείρουν αγωγή

Όλα αυτά τα χρόνια οι αθωώσεις έπεφταν βροχή με μόνο μια περίπτωση μειοψηφίας να αναφέρεται το 2007, όταν ο γνωστός δικηγόρος Βασίλης Χειρδάρης έκανε λόγο για προνομιακή προθεσμία υπέρ των δικαστών, οι οποίοι μπορούν να εγείρουν αγωγή σε βάρος πολίτη σε διάστημα πενταετίας, δηλαδή έχουν στη διάθεσή του 9 φορές περισσότερο χρόνο (!) από τους κοινούς… θνητούς που περιορίζονται στο ασφυκτικό πλαίσιο των 6 μηνών.

1783031
Ο δικηγόρος Βασίλης Χειρδάρης

Η υπόθεση αφορούσε αγωγή δικηγόρου σε βάρος ειρηνοδίκη, ο οποίος υποστήριζε ότι είχε υποστεί παρανόμως ηθική βλάβη λόγω «βαριάς αμέλειας», κατά την άσκηση των καθηκόντων της και ζητούσε για αποζημίωση το ποσό των 10.000 ευρώ. Η απόφαση, τελικά και σε αυτή την περίπτωση, ήταν απορριπτική.

Εννιά προσφυγές το χρόνο με κόστος 1.500 ευρώ

Από τα στοιχεία προκύπτει πως οι προσφυγές των πολιτών δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο τις 9 το χρόνο, με το κόστος να αγγίζει περίπου τα 1.500 ευρώ, αν και υπάρχει η δυνατότητα, στην περίπτωση που διαπιστωθεί αδυναμία του ενάγοντος, να του χορηγηθεί το ευεργέτημα πενίας και να μην καταβάλλει παράβολο και δικαστικό ένσημο.

ΔΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Στη δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, υπάγονται οι αγωγές κακοδικίας κατά όλων των δικαστών, τακτικής δικαιοσύνης, διοικητικής Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά και εισαγγελέων.

Η σύνθεση του Δικαστηρίου αποτελείται από τον πρόεδρο του ΣτΕ, ως πρόεδρο, ένα σύμβουλο Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, ένα σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων της χώρας και δύο δικηγόρους από τα μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μελών.

Από τα μέλη του, εξαιρείται κάθε φορά αυτό που ανήκει στο Σώμα ή στον Κλάδο της Δικαιοσύνης, επί ενέργειας ή παράλειψης λειτουργού επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, ενώ τα μέλη του ορίζονται με κλήρωση.

ΔΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Η συνεδρίαση του Δικαστηρίου είναι δημόσια και βασίζεται στα έγγραφα της προδικασίας και η εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται αναγκαστικά και είναι αμετάκλητη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αγωγές σε βάρος δικαστών, η απόφαση επί της οποίας γίνεται η αγωγή πρέπει να είναι τελεσίδικη, ενώ το περιθώριο άσκησης περιορίζεται στους 6 μήνες από τότε που ο ενάγων έλαβε γνώση «της παράνομης πράξης ή παράλειψης».