Ανοίγει ο δρόμος για τη σταδιακή επανασύνδεση των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων με τις αγορές. Χθες η Εθνική Τράπεζα, μετά την επιτυχή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 1,8 δισ. ευρώ, ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε γραμμές χρηματοδότησης (repo lines) ύψους 4,7 δισ. ευρώ από διεθνείς τράπεζες με εγγύηση ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για την πρώτη πίστωση ελληνικής τράπεζας από το εξωτερικό ύστερα από έναν περίπου χρόνο αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, από τη Εurobank έγινε γνωστό ότι έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση ύψους 3 δισ. ευρώ χρησιμοποιώντας ομόλογα άλλων χωρών πλην των ελληνικών που διαθέτει και ότι μπορεί να «τραβήξει» επιπλέον 1 δισ. ευρώ. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου χαρακτήρισε την επιστροφή της Εθνικής στις αγορές εξαιρετικά σημαντικό βήμα για την ανάκτηση της πρόσβασης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. «Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δυναμώνει κάθε μέρα ώστε να μπορεί να συνεχίζει να παρέχει την αναγκαία ρευστότητα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας» τόνισε σχετικά ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου. Ωστόσο τραπεζικές πηγές σημειώνουν ότι ως και την πλήρη αποκατάσταση της σύνδεσης των ελληνικών τραπεζών με τις κεφαλαιαγορές υπάρχει ακόμη «μεγάλη απόσταση να διανυθεί».

Τα repos της Εθνικής Τράπεζας είναι διάρκειας ως και 12 μηνών και σύμφωνα με τη διοίκησή της οι όροι τους είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί, με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν στις αγορές. Κατά τον διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας κ. Απ.Ταμβακάκη, η εξέλιξη αυτή έρχεται σε συνέχεια της επιτυχημένης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της. Στη σχετική ανακοίνωση επισημαίνεται ότι πρόκειται για «ένα πολύ σημαντικό βήμα στην προσπάθεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να ανακτήσει σταδιακά πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές, προς όφελος ολόκληρης της οικονομίας». Ανάλογες κινήσεις, αλλά χρησιμοποιώντας ως εγγύηση το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της με μη ελληνικό κίνδυνο, η Εurobank συνήψε πράξεις repo της τάξεως των 3 δισ. ευρώ, ενώ διαθέτει επιπροσθέτως ακόμη 1 δισ. ευρώ σε αναξιοποίητες γραμμές για χρηματοδότηση χρεογράφων και άλλων εμπορικών δραστηριοτήτων του ομίλου. Επιπλέον, θυγατρικές της τράπεζες στο εξωτερικό δανείζονται στη διατραπεζική χωρίς εξασφαλίσεις, για μικρές όμως διάρκειες. Εξάλλου, έπειτα από έναν χρόνο αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές, η τράπεζα ξεκίνησε να χρηματοδοτεί στην αγορά μικρό αλλά σταθερά ανερχόμενο τμήμα του χαρτοφυλακίου ελληνικών ομολόγων.

Αν και οι παραπάνω εξελίξεις είναι θετικές, η πορεία ομαλοποίησης και απεξάρτησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, στην οποία χρωστούν περί τα 94 δισ. ευρώ, παραμένει μακρά και αβέβαιη. Στα διοικητικά επιτελεία των πιστωτικών ιδρυμάτων γνωρίζουν ότι για να μιλούμε για ομαλή λειτουργία σε σχέση με τη ρευστότητα του εγχώριου συστήματος θα πρέπει αφενός να καταστεί εφικτή η χρηματοδότηση του συνολικού χαρτοφυλακίου ελληνικών ομολόγων, αφετέρου να αποκατασταθεί ο απρόσκοπτος δανεισμός χωρίς εξασφαλίσεις με εύλογο κόστος και να είναι εφικτή η τιτλοποίηση χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων και η διάθεσή τους σε επενδυτές. Για να συμβούν όμως τα παραπάνω, θα πρέπει προηγουμένως να επιστρέψει το Δημόσιο στις αγορές, κάτι που εξαρτάται καθοριστικά από την πορεία υλοποίησης του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης και των μεταρρυθμίσεων και κατ΄ επέκταση από την ταχύτητα επανεκκίνησης της οικονομίας. Η διεθνής επενδυτική κοινότητα πρέπει να πειστεί ότι η Ελλάδα δεν θα προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους της, ενδεχόμενο που αν απομακρυνθεί θα σημάνει την αποκλιμάκωση των spreads και των επιτοκίων χορηγήσεων.

Στο 4,82% το επιτόκιο των 6μηνων εντόκων

Επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού του Δημοσίου μέσω των εντόκων γραμματίων είχε η άνοδος των spreads των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά στο επίπεδο των 900 μονάδων βάσης. Χθες ο ΟΔΔΗΧ άντλησε 390 εκατ. ευρώ από τη διάθεση 6μηνων τίτλων με επιτόκιο που έφθασε το 4,82% έναντι 4,54% στην αντίστοιχη προηγούμενη και μεγαλύτερη κατά 500 εκατ. ευρώ έκδοση του Οκτωβρίου. Το Δημόσιο είχε αρχικό στόχο για δανεισμό 300 εκατ. ευρώ, ωστόσο έκανε δεκτές και μη ανταγωνιστικές προσφορές ύψους 90 εκατ. ευρώ. Οπως ανακοινώθηκε, υπεβλήθησαν προσφορές 1,544 δισ. ευρώ (κάλυψη 5,15 φορές). Σύμφωνα με πληροφορίες, το 1/3 της ζήτησης προήλθε από τράπεζες και επενδυτές του εξωτερικού. Οπως προβλέπει ο Κανονισμός Λειτουργίας των Βασικών Διαπραγματευτών Αγοράς, μπορούν να υποβληθούν επιπλέον μη ανταγωνιστικές προσφορές ύψους 30% επί του δημοπρατούμενου ποσού, ως και την ερχόμενη Πέμπτη.

 Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ