Η Κλαούντια Καρντινάλε, το ιταλικό κινηματογραφικό είδωλο που λάμπρυνε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πέθανε σε ηλικία 87 ετών, αφήνοντας πίσω της μια καριέρα γεμάτη σπουδαίες συνεργασίες, αντιφάσεις και προσωπικές δοκιμασίες.
Η είδηση του θανάτου της έγινε γνωστή από τον ατζέντη της, Λοράν Σαβρί, ο οποίος τόνισε πως «μας αφήνει την κληρονομιά μιας ελεύθερης και εμπνευσμένης γυναίκας». Η Κλαούντια Καρντινάλε έφυγε από τη ζωή στη Νεμούρ, κοντά στο Παρίσι, έχοντας στο πλευρό της τα παιδιά της.

Από την Τύνιδα στο διεθνές στερέωμα
Γεννημένη το 1938 στην Τύνιδα από Σικελούς γονείς, η νεαρή Κλαούντια δεν ονειρευόταν ποτέ να γίνει ηθοποιός. Το 1955, όμως, κερδίζει έναν τοπικό διαγωνισμό ομορφιάς με τίτλο «Η πιο όμορφη Ιταλίδα στην Τύνιδα» και βρίσκεται ξαφνικά στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Παρά τον ενθουσιασμό του Τύπου, η ίδια απέρριπτε τότε κάθε πρόταση: «Ήμουν σχεδόν άγρια, χωρίς καμία διάθεση να εκτεθώ στον κινηματογράφο», είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή της.
Όπως αναφέρει αφιέρωμα της Daily Mail, η ζωή της πήρε βίαιη στροφή όταν, στα 19 της, έπεσε θύμα βιασμού από Γάλλο άνδρα. Η εγκυμοσύνη που ακολούθησε έμελλε να σημαδέψει για πάντα την προσωπική της πορεία. Γέννησε τον γιο της Πάτρικ στο Λονδίνο, το 1958, και για χρόνια τον παρουσίαζε ως μικρότερο αδελφό της, ώστε να αποφύγει το κοινωνικό στίγμα της εποχής.

Η άνοδος στην ιταλική και διεθνή σκηνή
Στην Ιταλία, η Κλαούντια Καρντινάλε συνεργάζεται αρχικά με τον παραγωγό Φράνκο Κριστάλντι, με τον οποίο θα συνδεθεί και προσωπικά. Η καριέρα της εκτοξεύεται: από τον «Όμορφο Αντόνιο» (1960) και το «Ρόκο και τα αδέλφια του» μέχρι το «Κορίτσι με τη βαλίτσα», που την καθιέρωσε ως ηθοποιό σοβαρού διαμετρήματος.
Το 1963 θα είναι η χρονιά της: εμφανίζεται στο «8 ½» του Φελίνι, αλλά και στον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι δίπλα στον Αλέν Ντελόν και τον Μπαρτ Λάνκαστερ. Παράλληλα, στο Χόλιγουντ πρωταγωνιστεί στον «Ροζ Πάνθηρα» με τον Πίτερ Σέλερς και τον Ντέιβιντ Νίβεν, στον ρόλο της πριγκίπισσας που κατέχει το διασημότερο διαμάντι του κόσμου.
Το αποκορύφωμα της καριέρας της ήρθε το 1968 με το επικό σπαγγέτι γουέστερν «Κάποτε στη Δύση» του Σέρτζιο Λεόνε, στον ρόλο της Τζιλ ΜακΜπέιν, μιας γυναίκας που μετατρέπεται από πόρνη σε δυναμική γαιοκτήμονα, σε μια ερμηνεία που έμεινε κλασική.

Η άλλη όψη της δόξας
Η δεκαετία του ’70 σημαδεύτηκε από την προσωπική ρήξη με τον Κριστάλντι. Ο πανίσχυρος παραγωγός φέρεται να προσπάθησε να την απομονώσει επαγγελματικά, στερώντας της ρόλους. Η Καρντινάλε, ωστόσο, βρίσκει νέα στήριξη στον Φράνκο Τζεφιρέλι («Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ») και αργότερα στον σκηνοθέτη και σύντροφό της Πασκουάλε Σκουιτιέρι, με τον οποίο απέκτησε την κόρη της, επίσης ονόματι Κλαούντια.
Παρά τις δυσκολίες, συνεχίζει να γυρίζει ταινίες σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, ακόμη και Σοβιετική Ένωση. Παίζει σε ταινίες όπως το «Fitzcarraldo» του Βέρνερ Χέρτζογκ (1982), ενώ η χαρακτηριστική βραχνή φωνή και η έντονη προσωπικότητά της την καθιστούν πρότυπο ανεξαρτησίας.
Το ελεύθερο πνεύμα
Η Κλαούντια Καρντινάλε έμεινε γνωστή όχι μόνο για την ομορφιά και το ταλέντο της, αλλά και για την ασυμβίβαστη στάση της. Μίλησε ανοιχτά για τον βιασμό που υπέστη σε νεαρή ηλικία και την κρυφή εγκυμοσύνη που ακολούθησε, αντιμετωπίζοντας με αξιοπρέπεια ένα τραύμα που θα μπορούσε να τη στιγματίσει.
Δεν δίστασε να εμφανιστεί με μίνι φούστα σε συνάντηση με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄, αψηφώντας το πρωτόκολλο, ενώ επέμενε σε όλη της τη ζωή να διαχωρίζει την καριέρα από την ιδιωτική της ζωή, απορρίπτοντας ακόμη και τον Μάρλον Μπράντο. Παράλληλα, ως πρέσβειρα της UNESCO υπερασπίστηκε με πάθος τα δικαιώματα των γυναικών.
Μέχρι τα τελευταία της χρόνια παρέμενε ενεργή, το 2020 εμφανίστηκε στο Netflix, στην ταινία Rogue City, στον ρόλο μιας ατρόμητης αρχηγού της μαφίας στη Μασσαλία.