Εκτιμάται ότι περισσότερο από το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα αϋπνίας. Πολλοί από αυτούς πάσχουν από χρόνια αϋπνία – δηλαδή αδυνατούν να κοιμηθούν σωστά τρεις ή περισσότερες νύχτες την εβδομάδα, για διάστημα που ξεπερνά τους τρεις μήνες – και αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή απειλή για την υγεία του εγκεφάλου.
Νέα μεγάλη μελέτη αποκαλύπτει ότι όσοι πάσχουν από χρόνια αϋπνία έχουν έως και 40% μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν άνοια ή ήπια γνωστική διαταραχή. Τα ευρήματα αναδεικνύουν τον ύπνο όχι μόνο ως βασικό παράγοντα ευεξίας, αλλά και ως κρίσιμο «όπλο» πρόληψης απέναντι στη γνωστική έκπτωση και τη γήρανση του εγκεφάλου.
Τα στοιχεία της έρευνας
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 2.750 ενήλικες με μέση ηλικία τα 70 χρόνια, οι οποίοι ήταν γνωστικά υγιείς στην αρχή της έρευνας. Το 16% εξ αυτών είχε χρόνια αϋπνία. Η μελέτη διήρκησε κατά μέσο όρο 5,6 χρόνια.
Οι συμμετέχοντες έδιναν πληροφορίες για τις συνήθειες ύπνου τους και υποβάλλονταν σε τεστ μνήμης και σκέψης, καθώς και σε μαγνητικές τομογραφίες για την ανίχνευση λευκών υπερεντάσεων στη λευκή ουσία και β-αμυλοειδών πλακών, χαρακτηριστικών δεικτών της νόσου Αλτσχάιμερ.
Ο επικεφαλής συγγραφέας, Δρ. Diego Z. Carvalho, ειδικός στην ιατρική του ύπνου στην Mayo Clinic της Μινεσότα, εξήγησε στο Medical News Today ότι στόχος ήταν να κατανοηθεί πώς ακριβώς η αϋπνία συνδέεται με τη γνωστική έκπτωση: Μόνο μέσω αλλαγών που σχετίζονται με το Αλτσχάιμερ ή και μέσω αγγειακών μηχανισμών που επηρεάζουν τη λευκή ουσία του εγκεφάλου;
Οι συμμετέχοντες που κοιμούνταν λιγότερο από το συνηθισμένο είχαν περισσότερες λευκές υπερεντάσεις και περισσότερες αμυλοειδείς πλάκες στον εγκέφαλο. Αυτό δείχνει ότι η αϋπνία με μειωμένο ύπνο συνδέεται όχι μόνο με δείκτες της νόσου Αλτσχάιμερ, αλλά και με κακή αγγειακή υγεία, δηλαδή με ενδείξεις μικροαγγειακής νόσου στη λευκή ουσία. Με απλά λόγια, η χρόνια αϋπνία φαίνεται να σχετίζεται με δύο διαφορετικούς μηχανισμούς που οδηγούν σε γνωστική έκπτωση.
Στο τέλος της μελέτης διαπιστώθηκε ότι οι πάσχοντες από χρόνια αϋπνία είχαν 40% μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν άνοια ή ήπια γνωστική διαταραχή σε σχέση με εκείνους που είχαν μη χρόνια αϋπνία. Αυτό ισοδυναμεί με 3,5 επιπλέον χρόνια γήρανσης του εγκεφάλου.
Σύμφωνα με τον Δρ. Carvalho, η επίδραση της αϋπνίας στον κίνδυνο άνοιας είναι μεγαλύτερη από εκείνη δύο καρδιομεταβολικών παθήσεων, όπως η υπέρταση και ο διαβήτης, ή από το να είναι κανείς 3,5 χρόνια μεγαλύτερος στην πραγματικότητα. Πρόκειται για σημαντικό εύρημα, αφού αναδεικνύει την αϋπνία ως έναν τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για την άνοια, ιδιαίτερα συχνό στους ηλικιωμένους.
Ένα πρόβλημα που συχνά υποτιμάται
Ο Δρ. Carvalho τόνισε ότι η αϋπνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποτιμημένη και αδιάγνωστη, ιδίως στους ηλικιωμένους που συχνά θεωρούν φυσιολογικό να κοιμούνται άσχημα. Όμως η χρόνια αϋπνία δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στη γήρανση.
Γι’ αυτό και οι γιατροί πρέπει να συμπεριλαμβάνουν την αξιολόγηση του ύπνου σε κάθε κλινική εξέταση, ειδικά σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η αϋπνία δεν προκαλεί απλώς «κούραση». Μπορεί να συνοδεύεται από μακροχρόνιες αλλαγές στη μνήμη, την προσοχή και την ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών.
Η νευροψυχολόγος Megan Glenn, μιλώντας στο Medical News Today, υπογράμμισε ότι η μελέτη ενισχύει τον ρόλο του ύπνου στην πρόληψη ή επιβράδυνση της άνοιας. Περίπου το 45% των περιπτώσεων άνοιας θα μπορούσε να καθυστερήσει ή να αποφευχθεί αν στοχευθούν οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου, όπως ο ύπνος, η πίεση, η ακοή και η σωματική δραστηριότητα.
Πώς θεραπεύεται η χρόνια αϋπνία
Η αποτελεσματικότερη θεραπεία για τη χρόνια αϋπνία είναι η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία για την Αϋπνία (CBT-I). Η διάδοσή της και η αξιοποίηση εφαρμογών και διαδικτυακών προγραμμάτων μπορούν να διευρύνουν την πρόσβαση σε αυτήν.
Όπως σχολίασε στο Medical News Today ο Δρ. Christopher Allen, ειδικός στην ιατρική του ύπνου, η θεραπεία της αϋπνίας δεν αφορά μόνο στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, αλλά και στην πρόληψη της άνοιας και στη διατήρηση της υγείας του εγκεφάλου. Η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπιση της αϋπνίας είναι καθοριστικές για την ποιότητα ζωής.