Οι κοιλιακοί βοηθούν στην τόνωση των μυών της περιοχής της κοιλιάς, ενώ τα «καθίσματα» ενδυναμώνουν τα πόδια και τους γλουτούς.

Τι γίνεται όμως με το «σωσίβιο» στην περιοχή της κοιλιάς;

Αυτό είναι ένα «δύσκολο σημείο», που ταλαιπωρεί αρκετούς.

Μια ομάδα ερευνητών από τη Γερμανία, όμως, έχει ευχάριστα νέα.

Όπως αναφέρει δημοσίευμα της MailOnline, οι ερευνητές πιστεύουν ότι ανακάλυψαν ένα τρόπο για να «λιώνουν» το περίσσιο «λευκό» λίπος, μετατρέποντάς το σε «καφέ».

Ενώ τα λευκά κύτταρα ευθύνονται για τη χαλαρότητα του δέρματος γενικότερα, τα καφέ κύτταρα μετατρέπουν την περίσσεια ενέργειας από τα τρόφιμα σε θερμότητα.

Για να καταφέρει κανείς να κάνει τα λευκά κύτταρα να συμπεριφέρονται σαν τον καφέ λιπώδη ιστό, οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Βόννης ανακάλυψαν ένα νέο «μονοπάτι».

«Δεν είναι όλο το λίπος ίδιο» εξήγησε ο καθηγητής Alexander Pfeifer από το Ινστιτούτο Φαρμακολογίας και Τοξικολογίας του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Βόννης.

«Αν μπορέσουμε να ενεργοποιήσουμε τα καφέ λιποκύτταρα ή να μετατρέψουμε τα λευκά λιποκύτταρα σε καφέ, τότε ίσως να είναι δυνατό να απλοποιήσουμε τη διαδικασία “λιωσίματος” της περίσσειας λίπους στον οργανισμό» συνέχισε ο ίδιος.

Μετά από πειράματα σε ποντίκια, ο καθηγητής ανακάλυψε ένα καινούριο μονοπάτι σηματοδότησης της αδενοσίνης.

Η αδενοσίνη είναι γνωστό ότι ενεργοποιεί τα καφέ λιπώδη κύτταρα και απελευθερώνεται όταν το άτομο νιώθει στρες.

Το σήμα της αδενοσίνης μεταδίδεται στον υποδοχέα αδενοσίνης A2A. «Αν η αδενοσίνη ενωθεί με αυτόν τον υποδοχέα στα καφέ λιποκύτταρα, τότε ενεργοποιείται το κάψιμο του λίπους» ανέφερε από την πλευρά του ο Dr. Thorsten Gnad και πρόσθεσε, ότι τα καφέ λιποκύτταρα στα ποντίκια, συμπεριφέρονται όπως αυτά στους ανθρώπους.

Η ερευνητική ομάδα μελετά και το ενδεχόμενο η αδενοσίνη να μετατρέπει τα λευκά λιποκύτταρα σε καφέ.

Τα ευρήματά τους ίσως θα μπορέσουν να ανοίξουν νέους δρόμους για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας. Ωστόσο, όπως τονίζουν οι ερευνητές, απαιτείται να γίνουν περαιτέρω έρευνες και κλινικές μελέτες.

Τα συμπεράσματά τους δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature.