Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1981, καθώς στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2013 το ισοζύγιο κατέγραψε πλεόνασμα 1,6 δισ. ευρώ, το οποίο είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων 32 ετών. Σημειώνεται πως η τελευταία χρονιά που το ισοζύγιο συναλλαγών ήταν οριακά πλεονασματικό ήταν το 1994.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας διαχρονικά χαρακτηρίζεται από ελλειμματικότητα, η οποία μετά το 1998 εντάθηκε.

Σύμφωνα µε τα διαθέσιμα από το 1974 στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος την εικοσιπενταετία 1974-1998 το µέσο ετήσιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν 3,6% του ΑΕΠ. Ακραίες τιμές κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκαν το 1985, όταν το έλλειμμα είχε ανέλθει στο 8,0% του ΑΕΠ, και το 1994, όπου μετά από πολυετή σταδιακή συρρίκνωση το έλλειμμα σχεδόν μηδενίστηκε.

Τη δεκαετία 1999-2008 το µέσο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε στο 8,7% του ΑΕΠ, δηλαδή διαμορφώθηκε σε σαφώς υψηλότερο επίπεδο έναντι κάθε άλλης ιστορικής περιόδου. Ήδη πριν την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ (1.1.2001), το έλλειμμα είχε φθάσει στο 7,8% του ΑΕΠ (2000) και την περίοδο 2001-2004 σημειώθηκε οριακή βελτίωση. Στη συνέχεια όμως, το έλλειμμα άρχισε και πάλι να διευρύνεται και, από το 5,8% όπου βρισκόταν το 2004, υπερέβη το 14% του ΑΕΠ τη διετία 2007-2008, δηλαδή έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 35 ετών.

Στην αρνητική αυτή εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών την τελευταία δεκαετία συνέβαλαν οι δυσμενείς εξελίξεις στα ισοζύγια αγαθών και υπηρεσιών αθροιστικά κατά 31%, το ισοζύγιο εισοδημάτων κατά 33% και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων κατά 36%.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά το 1997 οφείλεται πρωτίστως στην αντίστοιχη δυσμενή εξέλιξη του ισοζυγίου εισοδημάτων (κυρίως λόγω των ολοένα και υψηλότερων πληρωμών για το διογκούμενο εξωτερικό χρέος) και του ισοζυγίου τρεχουσών μεταβιβάσεων (κυρίως λόγω της σταδιακής υποχώρησης τόσο των καθαρών τρεχουσών μεταβιβάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) όσο και των μεταναστευτικών εμβασμάτων), το οποίο δεν αντισταθμίζει πλέον σημαντικό τμήμα της ελλειμματικότητας του ισοζυγίου αγαθών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.