Το βάρος που σηκώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι αυξανόμενες τιμές ενοικίων και κατοικιών τα τελευταία χρόνια συνδυάζονται με ρυθμούς αύξησης μισθών σαφώς χαμηλότερους. Τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διαφοροποιείται αρνητικά σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σε μια περίοδο που η ακρίβεια πιέζει το σύνολο των κρατών-μελών.
Με βάση τα στοιχεία του 2024, το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών διοχετεύθηκε στη στέγαση – το υψηλότερο ποσοστό στην Ένωση, έναντι μέσου όρου 19,2%. Παρότι χαμηλότερο από τα επίπεδα του 2014 (42,5%), το ποσοστό αυτό αυξάνεται την τελευταία διετία, υποδηλώνοντας ότι το κόστος στέγασης ανεβαίνει ταχύτερα από τα εισοδήματα. Στη δεύτερη θέση βρίσκονται τα νοικοκυριά της Δανίας, τα οποία δαπανούν το 26,3% του εισοδήματός τους.
Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και στα αστικά κέντρα: σχεδόν το 29% των κατοίκων πόλεων στην Ελλάδα δαπάνησε πάνω από το 40% του εισοδήματός του για τη στέγη, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου κάτω του 10%. Η διαφορά αυτή αποτυπώνει τη μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες σε σχέση με τους Ευρωπαίους συμπολίτες τους.
Οφειλές σε στεγαστικές υποχρεώσεις

Ανησυχητική είναι και η θέση της Ελλάδας ως προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις που σχετίζονται με την κατοικία. Το 2024, το 42,8% των πολιτών είχε εκκρεμείς οφειλές σε ενοίκιο, στεγαστικό δάνειο ή λογαριασμούς – το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Μεγάλες αποκλίσεις καταγράφονται και στη διαχρονική πορεία: ενώ στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε τα τελευταία 14 χρόνια (από 12% σε 9%), στην Ελλάδα αυξήθηκε από 30,9% σε 42,8%, παρά το γεγονός ότι η χώρα είχε τη χαμηλότερη σωρευτική αύξηση τιμών την περίοδο 2010–2024.
Η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου τα ενοίκια υποχώρησαν σε σύγκριση με το 2010 (–16% έναντι +25% στην Ε.Ε.). Ωστόσο, αυτό δεν αντανακλά χαμηλότερο κόστος ζωής, αφού οι πιέσεις στα τελευταία χρόνια ήταν έντονες, ιδίως σε περιοχές υψηλής ζήτησης. Για τις τιμές αγοράς κατοικίας, η Eurostat δεν διαθέτει συγκρίσιμα στοιχεία, όμως τα δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι έχουν επιστρέψει κοντά στα επίπεδα του 2010, μετά από σημαντική άνοδο την τελευταία πενταετία.
Συνθήκες διαβίωσης και ποιότητα κατοικίας
Το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώνεται σταδιακά και διαμορφώνεται πλέον στο 69,7%, ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Αντίστοιχα, πάνω από το 30% των κατοίκων διαμένει με ενοίκιο. Η πλειονότητα των νοικοκυριών (59%) κατοικεί σε διαμερίσματα.
Η Ελλάδα καταγράφει χαμηλότερα επίπεδα χώρων ανά άτομο: σε ένα μέσο νοικοκυριό 2,4 ατόμων αντιστοιχούν 1,3 δωμάτια ανά κάτοικο (έναντι 1,7 στην Ε.Ε.), ενώ το 27% του πληθυσμού ζει σε υπερπλήρεις κατοικίες (overcrowding), ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (16,9%).
Σημαντική διαφοροποίηση εμφανίζεται και στη δυνατότητα θέρμανσης: περίπου το 19% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν μπορεί να διατηρήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό τον χειμώνα, όταν στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 9,2%.
Μια πίεση με πολλαπλές διαστάσεις
Τα στοιχεία της Eurostat καταδεικνύουν ότι το στεγαστικό κόστος δεν αποτελεί απλώς έναν ακόμα δείκτη οικονομικής δυσκολίας, αλλά ένα σύνθετο ζήτημα που επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών, την εξυπηρέτηση υποχρεώσεων, την ποιότητα ζωής και την κοινωνική συνοχή. Η σταδιακή αύξηση των τιμών αγοράς και μίσθωσης κατοικιών, σε συνδυασμό με τις αργές αυξήσεις μισθών, συνεχίζει να περιορίζει τη δυνατότητα πρόσβασης στη στέγη για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.