Με οδοδείκτη τη ριζική αναβάθμιση της εικόνας των ελληνικών ξενοδοχείων ολοκληρώνεται η τελευταία δεκαετία για τον ελληνικό ξενοδοχειακό χάρτη. Η εικόνα όμως σε άλλους προορισμούς δεν είναι ίδια όπου τα μικρότερης κατηγορίας ξενοδοχεία παρακμάζουν αποκλειόμενα από χρηματοδοτήσεις.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), που σκιαγραφεί την εικόνα της ξενοδοχειακής αγοράς, την περίοδο 2015-2024 οι μονάδες 5 αστέρων αυξήθηκαν κατά 103%, ενώ ενισχύθηκε σημαντικά και το δυναμικό τεσσάρων και τριών αστέρων, επιβεβαιώνοντας τη στροφή της χώρας σε ένα πιο ανταγωνιστικό και υψηλής ποιότητας τουριστικό προϊόν.
Όπως αποτυπώνεται στη μελέτη «Εξέλιξη και Χαρακτηριστικά του Ξενοδοχειακού Δυναμικού 2015-2024» καταγράφεται μια δεκαετία ανατροπών.
Παρά το ότι ο συνολικός αριθμός ξενοδοχείων αυξήθηκε μόλις κατά 4%, η ποιοτική μεταβολή είναι θεαματική:
- Τα ξενοδοχεία 5* υπερδιπλασιάστηκαν, φτάνοντας τις 835 μονάδες (+103%).
- Τα 4* αυξήθηκαν κατά 43%,
- Τα 3* κατά 23%,
- Ενώ τα 1-2* μειώθηκαν σχεδόν κατά 20%.
Η εικόνα δείχνει μια αγορά που «ανεβαίνει κλίμακα», με επενδύσεις, ανακαινίσεις και μετατροπές υποβαθμισμένων μονάδων σε πιο αποδοτικές κατηγορίες.
Σε αδρές γραμμές φαίνεται εύκολα διακριτό, από τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, ότι η ξενοδοχειακή δραστηριότητα παραμένει ένας από τους ισχυρότερους μοχλούς ανάπτυξης της χώρας. Και τούτο διότι:
- Κάθε 1 ευρώ σε ξενοδοχειακό προϊόν δημιουργεί 1,55 ευρώ στην οικονομία.
- Κάθε 1 εκατ. ευρώ δαπάνης δημιουργεί σχεδόν 30 θέσεις πλήρους απασχόλησης.
- Το 2024, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν 11,5 δισ. ευρώ τζίρο, +8,5% σε σχέση με το 2023.
- Οι επενδύσεις σε ανακαινίσεις και συντηρήσεις έφτασαν 1,03 δισ. ευρώ, με 20% να αφορά δράσεις βιωσιμότητας.
- Η απασχόληση ξεπέρασε τις 198.000 θέσεις εργασίας.
Σημειώνεται ότι η αναβάθμιση του ξενοδοχειακού χάρτη συνδέεται άμεσα με την υψηλή συνεισφορά σε ΑΕΠ, κύκλο εργασιών, επενδύσεις και απασχόληση, ενισχύοντας το προφίλ της Ελλάδας ως ώριμου και ανταγωνιστικού προορισμού.
Σταθερά υψηλές επιδόσεις το 2024
Η ετήσια απολογιστική έρευνα του ΙΤΕΠ καταγράφει ισχυρές επιδόσεις:
- Μέση πληρότητα 88%, με τον Αύγουστο να αγγίζει ξανά κορυφή.
- Διάμεση τιμή δίκλινου τον Αύγουστο: 130 ευρώ, ίδια με το 2023.
- Αύξηση κλινών κατά 11% από το 2015 έως σήμερα.
Παράλληλα, οι νησιωτικές περιφέρειες διατήρησαν τις υψηλότερες πληρότητες και τιμές της χώρας, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική των ώριμων τουριστικών προορισμών.
Τουρισμός 2 ταχυτήτων

Την ίδια ώρα σε μεγάλη μερίδα του ξενοδοχειακού κόσμου υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια, αφού δηλώνουν αποκλεισμένοι από χρηματοδοτικά εργαλεία, με αποτέλεσμα τα μικρά ξενοδοχεία να απειλούνται με αφανισμό. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Ξενοδόχων Μεσσηνίας, κ. Δημήτρη Καραλή, το 85% των ελληνικών ξενοδοχείων με δυναμικότητα έως 50 δωματίων είναι αποκλεισμένο από τα χρηματοδοτικά εργαλεία.
«Για ποια αντοχή και ποια ποιοτική αναβάθμιση μπορούμε να μιλάμε; Πολύ περισσότερο, όταν η βιωσιμότητα για την οποία συζητάμε είναι συνυφασμένη με τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, που προσμετράται στους ποιοτικούς δείκτες.
Και όλα αυτά όταν υπάρχουν τα γνωστά “βαρίδια” του λειτουργικού κόστους σε όλους τους τομείς, από τη φορολογία και το δυσβάστακτο ενεργειακό κόστος μέχρι τις προμήθειες, με την εκρηκτική ακρίβεια που αποτυπώνεται σε ολόκληρο το φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας», τονίζει ο κ. Καραλής.
Στελέχωση
Διττός στόχος που έχει να κάνει τόσο με τα αμιγώς τουριστικά επαγγέλματα όσο και με τα υπόλοιπα που συμβάλλουν στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη ενός τόπου.
Όπως προσθέτει ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Μεσσηνίας: «Χωρίς στελέχη στον τομέα της ασφάλειας, της υγείας, της εκπαίδευσης, πώς μπορεί να αναπτυχθεί μια περιοχή και να συγκρατήσει τις παραγωγικές ηλικίες, όταν το κόστος στέγης έχει εκτιναχθεί σε ακραία επίπεδα εξαιτίας της ανεξέλεγκτης και ραγδαίας ανάπτυξης των καταλυμάτων τύπου Airbnb που ευνοεί η Πολιτεία;
Ακούμε πανηγυρισμούς περί αύξησης των εσόδων κατά 9% όταν το κόστος εξυπηρέτησης –κυρίως στις μικρομεσαίες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις– έχει εκτιναχθεί. Την ίδια στιγμή, διαπιστώνουμε μείωση της μέσης καταναλωτικής δαπάνης των επισκεπτών με μόνες κερδισμένες τις επιχειρήσεις τροφίμων, λόγω του φαινομένου των airbnb και με “θύματα”, όχι μόνο τα ξενοδοχεία αλλά και τα καταστήματα εστίασης.

Ας ληφθεί και αυτό υπόψη: Το 2000 είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα 12.400.000 τουρίστες και είχαμε έσοδα 10,1 δισ. ευρώ. Το 2024 είχαμε 40.100.000 τουρίστες και τα έσοδα ήταν 21,6 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ενώ αρχικά τα έσοδα ακολουθούσαν τις αφίξεις, τελικά κατέληξαν περίπου στα μισά».
Πρωτογενής Τομέας
Καταλήγοντας ο κ. Καραλής τονίζει: «Αντί να λειτουργεί παράλληλα με τον τριτογενή των υπηρεσιών και να συμπληρώνει επάξια το τουριστικό προϊόν χάρη στη δύναμη της γαστρονομίας και της οινογνωσίας, παραμένει ξεχασμένος από τις όποιες στρατηγικές ανάπτυξης και διασύνδεσης με τον τουρισμό. Και αυτό όταν σε πολλές περιοχές, όπως η Πελοπόννησος, τα προϊόντα της γης είναι το σήμα κατατεθέν του τόπου μας.
Πώς όμως θα γίνει αυτό αν δεν υπάρξει ένας κρίκος που θα συνδέσει το χωράφι με το ξενοδοχείο, τον ξενοδόχο με τον αγρότη και τον κτηνοτρόφο και τον τεχνίτη της μαγειρικής με τα τοπικά προϊόντα; Η ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με τα μεγέθη και αυτά, με τη σειρά τους, με τον ανταγωνισμό. Η Τουρκία το 2024 είχε περίπου 61 εκατομμύρια τουρίστες και έσοδα 52,9 δισ. ευρώ (867 ευρώ έσοδο ανά τουρίστα). Η Ισπανία 93,8 εκατομμύρια διεθνείς τουρίστες και 126,5 δισ. ευρώ έσοδα, (1.349 ευρώ έσοδο ανά τουρίστα). Η Πορτογαλία 31,6 εκατομμύρια τουρίστες και έσοδα 27,8 δισ. ευρώ (880 ευρώ ανά τουρίστα). Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσό ήταν μόλις 538 ευρώ».