Η στεγαστική αγορά στην Ελλάδα συνεχίζει να κινείται σε τροχιά ανόδου, παρά τις πιέσεις που ασκούν τα υψηλά επιτόκια και η περιορισμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι Έλληνες αγοραστές στρέφονται ολοένα και περισσότερο σε κατοικίες μικρής και μεσαίας επιφάνειας, αναζητώντας λύσεις που συνδυάζουν οικονομία, ευελιξία και λειτουργικότητα.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το β’ τρίμηνο του 2025, ο γενικός δείκτης τιμών διαμερισμάτων αυξήθηκε κατά 7,3% σε ετήσια βάση. Αν και η άνοδος αυτή είναι χαμηλότερη από το 9,8% που είχε καταγραφεί το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, παραμένει ενδεικτική της δυναμικής που εξακολουθεί να διατηρεί η αγορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση ξεπέρασε ελαφρά την επίδοση του α’ τριμήνου (7%), στοιχείο που δείχνει μια σταθερή ανθεκτικότητα, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον.

Σε επίπεδο γεωγραφικής κατανομής, η Αθήνα σημείωσε άνοδο 5,9% στο β’ τρίμηνο, έναντι 5,2% στο πρώτο, παρουσιάζοντας μια ήπια επιτάχυνση. Η Θεσσαλονίκη κινήθηκε υψηλότερα, με 8,8%, αν και με μικρή επιβράδυνση από το 10,1% του α’ τριμήνου. Οι υπόλοιπες μεγάλες πόλεις κατέγραψαν άνοδο 8,5%, ποσοστό που αποτυπώνει μια σαφή ενίσχυση της περιφερειακής ζήτησης.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφοροποίηση μεταξύ παλαιών και νεόδμητων κατοικιών. Στα νεόδμητα διαμερίσματα η αύξηση περιορίστηκε στο 6,8%, ενώ στα παλαιά σημειώθηκε εντονότερη άνοδος 7,6%, γεγονός που αποδίδεται στο χαμηλότερο σημείο εκκίνησης των τιμών και στη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα.

Η στεγαστική «εξίσωση»

Η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης έχει μετατραπεί σε δύσκολη εξίσωση για ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά. Η αναλογία τιμών προς διαθέσιμο εισόδημα διευρύνεται, καθιστώντας την πρόσβαση στην αγορά κατοικίας πιο απαιτητική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή ακινήτου δεν υπαγορεύεται πλέον μόνο από τις προσωπικές ανάγκες, αλλά και από την ανάγκη οικονομικής βιωσιμότητας.

Σύμφωνα με στοιχεία της RE/MAX Ελλάς, η κατηγορία ακινήτων με επιφάνεια 76–100 τ.μ. συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των αγοραστών το 2024, καλύπτοντας το 26,2% των συναλλαγών, έναντι 23,2% το 2023. Πρόκειται για κατοικίες που προσφέρουν επαρκή χώρο για οικογένειες, χωρίς να επιβαρύνουν υπέρμετρα με κόστος αγοράς και συντήρησης.

Η στροφή προς μικρότερα μεγέθη

ακίνητα Αττική

Στη δεύτερη θέση προτίμησης βρίσκονται διαμερίσματα 51–75 τ.μ., με μερίδιο 23,4%, ενώ σημαντική παραμένει και η ζήτηση για ακόμα μικρότερα ακίνητα έως 50 τ.μ. (22,6%). Η τελευταία κατηγορία, αν και παρουσιάζει ελαφρά υποχώρηση σε σχέση με το 2023 (24,7%), διατηρείται ψηλά στις επιλογές κυρίως λόγω του επενδυτικού ενδιαφέροντος που προσελκύει – από βραχυχρόνιες μισθώσεις έως φοιτητική στέγη.

Αντίθετα, τα μεγαλύτερα ακίνητα φαίνεται να χάνουν έδαφος. Κατοικίες 101–150 τ.μ. αφορούν το 18,3% των αγοραστών, ενώ οι πολύ μεγάλες άνω των 151 τ.μ. περιορίζονται στο 9,5%. Το γεγονός αυτό αντανακλά αφενός την οικονομική στενότητα, αφετέρου μια αλλαγή στις προτεραιότητες: το ζητούμενο δεν είναι πλέον η πολυτέλεια του χώρου, αλλά η ισορροπία κόστους και λειτουργικότητας.

Η τρέχουσα δυναμική δείχνει ότι η αγορά κατοικίας εισέρχεται σε μια φάση αναπροσαρμογής, όπου η ζήτηση επικεντρώνεται σε «ρεαλιστικά» ακίνητα, τα οποία ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες της μέσης οικογένειας. Εάν οι τιμές συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία χωρίς παράλληλη βελτίωση των εισοδημάτων, η στροφή αυτή προς μικρότερες και πιο οικονομικές κατοικίες αναμένεται να ενταθεί.

Η πρόκληση για την πολιτεία και την αγορά είναι διπλή: αφενός η διατήρηση της δυναμικής του κλάδου, αφετέρου η εξασφάλιση συνθηκών προσιτής στέγασης. Σε διαφορετική περίπτωση, η στεγαστική κρίση κινδυνεύει να ενταθεί, περιορίζοντας τη δυνατότητα απόκτησης κατοικίας για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.