Μεταξύ των γενικών προτάσεων που παρουσίασαν η Γερμανία και η Γαλλία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 4ης Φεβρουαρίου στο πλαίσιο του λεγόμενου «συμφώνου ανταγωνιστικότητας», ήταν και η ανάληψη νομικής δέσμευσης από τις χώρες της Ευρωζώνης για τη συγκράτηση του δημόσιου χρέους τους. Η πρόταση αυτή εφαρμόζεται ήδη στη Γερμανία, η οποία έχει θεσπίσει σχετική συνταγματική διάταξη.

Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου, η Γερμανία δεν ζήτησε στο πρόσφατο Συμβούλιο η πρόταση για το χρέος να έχει απαραίτητα συνταγματική κατοχύρωση. Η γερμανική Βουλή ψήφησε τον Ιούνιο του 2009, στο μέσο της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, τη διάταξη για τον περιορισμό του χρέους, η οποία αποκαλείται «φρένο χρέους» (Schuldenbremse).

Με αυτήν ορίζεται ότι ο νέος καθαρός δανεισμός του ομοσπονδιακού κράτους από το 2016 και έπειτα δεν θα μπορεί κατ’ αρχή να υπερβαίνει το 0,35% του γερμανικού ΑΕΠ. Στην πράξη, όμως, η λειτουργία του «φρένου χρέους» δεν θα είναι άκαμπτη, καθώς παρέχει σημαντικά περιθώρια για την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής και κυρίως δίνει τη δυνατότητα άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσεων. Οι συντάκτες της διάταξης έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι καμία οικονομία δεν λειτουργεί ποτέ σε μία σταθερή πορεία, αλλά έχει εξάρσεις και υφέσεις, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπισθούν.

«Πυξίδα» ήταν το ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο ορίζει ότι μεσοπρόθεσμα οι κρατικοί προϋπολογισμοί των χωρών της ΕΕ πρέπει να είναι ισοσκελισμένοι, ενώ προβλέπει ασφαλιστικές δικλείδες και διαδικασίες για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις οικονομικών ανισορροπιών. Αυτές τις προβλέψεις έχει υιοθετήσει και το γερμανικό «φρένο χρέους». Έτσι, αν η γερμανική οικονομία έχει κάποια χρόνια ύφεση ή ρυθμό ανάπτυξης χαμηλότερο από τη διαχρονική τάση του, τότε επιτρέπεται να υπάρχει έλλειμμα στον προϋπολογισμό της χώρας, το οποίο η Κυβέρνησή της θα το καλύπτει με νέο δανεισμό.

Το έλλειμμα θα καθορίζεται από το ύψος της αναμενόμενης επιβάρυνσης του προϋπολογισμού λόγω των χαμηλότερων κρατικών εσόδων και λόγω της αύξησης των δαπανών για επιδόματα ανεργίας. Η αύξηση του χρέους στις περιόδους αυτές θα πρέπει να αντισταθμίζεται σε περιόδους υψηλής ανάπτυξης με τη δημιουργία πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό, τα οποία θα προσδιορίζονται αντίστοιχα από τη μεγαλύτερη του κανονικού αύξηση των κρατικών εσόδων και τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας.

Στις περιπτώσεις κρίσεων ή οικονομικών καταστροφών επιτρέπεται η λήψη δημοσιονομικών μέτρων στήριξης της οικονομίας και συνεπώς νέος δανεισμός, αλλά ταυτόχρονα θα καθορίζεται και ένα χρονοδιάγραμμα για τη μείωση του νέου χρέους στο μέλλον.

Το «φρένο χρέους» στη Γερμανία επικρίθηκε από τα συνδικάτα και ορισμένους οικονομολόγους της χώρας, με το επιχείρημα ότι θα περιορισθεί η δυνατότητα της δημοσιονομικής πολιτικής να ενισχύσει την ανάπτυξη της οικονομίας. Ωστόσο, η μεγάλη πλειονότητα των Γερμανών οικονομολόγων χαρακτήρισε θετικό το μέτρο, θεωρώντας ότι δημιουργεί στις αγορές προσδοκίες σταθερότητας, που είναι αναγκαίες για την υλοποίηση επενδύσεων και τη στήριξη της ανάπτυξης.