«Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα» είχε πει ο Καρλ Μαρξ και η νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, «Μια μάχη μετά την άλλη» είναι αυτό ακριβώς: πώς μια ιστορία τοποθετημένη τη δεκαετία του ’80 και ’70 μοιάζει ανατριχιαστικά επίκαιρη στην Αμερική του σήμερα, στην Αμερική του Τραμπ. Και αν θέλουμε να ανοίξουμε τη «βεντάλια» και σε πολλές χώρες ακόμα.

Ο Άντερσον, που εξελίσσεται σε κινηματογραφική ιδιοφυΐα, φέρνοντας και με αυτή την ταινία του πίσω τη χαμένη ποιότητα του σινεμά, εμπνέεται από το βιβλίο του Τόμας Πίντσον «Vineland», το διασκευάζει (και το προσαρμόζει) στο δικό του ελεύθερο πνεύμα, με ξεκάθαρες αλληγορικές αναφορές στο χθες και το σήμερα. Και τι ειρωνεία: η κυκλοφορία της ταινίας στους κινηματογράφους συμπίπτει με την εκρηκτική πολιτικά περίοδο για τις ΗΠΑ, ειδικά μετά τη δολοφονία του ακροδεξιού Τσάρλι Κερκ.

Το «Μια μάχη μετά την άλλη» είναι το αριστούργημα όχι μόνο της χρονιάς, αλλά των τελευταίων δεκαετιών, η ταινία που δεν γίνεται να φύγεις από το σινεμά και να μην υποκλιθείς σε αυτό που μόλις παρακολούθησες. Είναι η «εκδίκηση» του καλού και ποιοτικού σινεμά, που όμως, δεν είναι βαρύγδουπο και αφόρητα φορτωμένο με τσιτάτα για να έχουμε να λέμε. Είναι το φαβορί για τα Όσκαρ (δεν γίνεται να μη σαρώσει σε υποψηφιότητες) και η ταινία για την οποία θα μιλάμε τα επόμενα χρόνια.

Η υπόθεση

Όταν ο σατανικός τους αντίπαλος ξαναεμφανίζεται έπειτα από 16 χρόνια, μια ομάδα πρώην επαναστατών επανενώνεται, για να σώσει την κόρη ενός από τα μέλη της.

Είδαμε την ταινία «Μια μάχη μετά την άλλη» και αυτές είναι οι εντυπώσεις μας

Τι μας άρεσε

Πολ Τόμας Άντερσον: Παραδίδει δωρεάν σεμινάρια σκηνοθεσίας, σεναρίου και δείχνει τον τρόπο πώς να πεις τις μεγαλύτερες αλήθειες και να καυτηριάσεις τα πιο σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά θέματα που βασανίζουν την κοινωνία, χωρίς βαρύγδουπες και τσιτάτες ατάκες που απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό. Ο Άντερσον κάνει σινεμά για όλους και χωρίς να κουνάει το δάχτυλο, αλλά χρησιμοποιώντας το χιούμορ «φυτεύει» στον θεατή τον σπόρο για να προβληματιστεί. Δεν είναι τυχαίο πως, αφού δεις την ταινία, θέλεις ακόμη και μέρες για να επεξεργαστείς αυτό που μόλις παρακολούθησες. Ο σκηνοθέτης δεν συντάσσεται με τη μία πλευρά (ακροδεξιά) ή την άλλη (ακροαριστερά), αφήνει και τις δύο να εκτεθούν στο κοινό, χωρίς ο ίδιος να κρίνει και να επικρίνει, ειδικά την κάποτε επαναστατική ομάδα French 75, που πια έχει παραιτηθεί από τις ιδέες και τον αγώνα της. Ο Άντερσον με έναν αριστοτεχνικό τρόπο θίγει τον ανερυθρίαστο πατριωτισμό, τον εθνικισμό που φοράει πια… κοστούμι, αλλά και την ουτοπία της επανάστασης που καταλήγει σε συμβιβασμούς. Θίγει την κατάχρηση εξουσίας, τη βία, την κατάρρευση της πυρηνικής οικογένειας που ειδικά στην τραμπική Αμερική είναι σημαία, αναδεικνύοντας όμως και τη στοργική πατρική φιγούρα του Μπομπ που μεγαλώνει μόνος του παιδί. Θίγει, επίσης, το μεταναστευτικό και τον ρατσισμό, δημιουργώντας ένα πολιτικό θρίλερ που είναι μαζί και πολιτική σάτιρα.

Μια μάχη μετά την άλλη

Οι σκηνές δράσεις: Καταιγιστικές, ειδικά η καταδίωξη στον αυτοκινητόδρομο. Μία χαρακτηριστική σκηνή που θα γίνει σημείο αναφοράς για τα επόμενα χρόνια.

Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο: Τα προηγούμενα χρόνια είχε γίνει κάτι σαν ανέκδοτο το «δώστε στο Ντι Κάπριο ένα Όσκαρ». Φέτος, και με αυτόν τον ρόλο, θα είναι ανέκδοτο αν δεν του το δώσουν! Ως Μπομπ Φέργκιουσον, ο πυροτεχνουργός στην τρομοκρατική οργάνωση «French 75» που μεγαλώνει μόνος την κόρη του που απέκτησε με την επαναστάτρια Περφίντια, και 16 χρόνια μετά έχει παραιτηθεί από τους αγώνες και έχει παραδοθεί στις ουσίες, είναι καταπληκτικός. Λες και αυτός ο ρόλος γράφτηκε για εκείνον. Δεν χορταίνεις να τον βλέπεις.

Μια μάχη μετά την άλλη

Σον Πεν: Το «ερμηνεύει» μάλλον δεν ταιριάζει, αφού ο Πεν είναι ο παλαβός συνταγματάρχης Λόκτζο, ο οποίος έλκεται σαρκικά σε σημείο εμμονής με την Περφίντια, ξεχνώντας τις ακροδεξιές και ρατσιστικές καταβολές του. Όταν, όμως, θέλει να μπει σε μια ακροδεξιά σέχτα που κανόνας της είναι να μην έχεις συνευρεθεί με μη λευκή γυναίκα, ξεκινάει να ψάξει για την κόρη της (που έχει αποκτήσει με τον Μπομπ), ώστε να σιγουρέψει ότι δεν είναι δικό του παιδί. Ο Σον Πεν χαρίζει τις καλύτερες ατάκες και είναι απίστευτος στο πώς ο ίδιος διακωμωδεί τον χαρακτήρα που υποδύεται (ειδικά με το περπάτημα), σαν να λέει «πρώτος εγώ δεν συμφωνώ με αυτόν τον εθνικιστή, μισαλλόδοξο, εξουσιομανή τύπο». Δεν γίνεται αυτή η ερμηνεία να μην πάρει Όσκαρ.

Τεγιάνα Τέιλορ: Επίσης, απίστευτη στον ρόλο της ως επαναστάτρια Περφίντια, αποτυπώνει με τον πιο πειστικό τρόπο αυτή την ορμή της επαναστατικής και επαναστατημένης νιότης που για χάρη της παρατάει το παιδί στον πατέρα, καθώς η οικογένεια είναι για εκείνη μια σύμβαση που δεν τη θέλει. Συμβιβάζεται, όμως, με το να κάνει σεξ με τον Λόκτζο, για το καλό του επαναστατικού αγώνα και να γίνει «καρφί».

Μια μάχη μετά την άλλη

Μπενίσιο ντελ Τόρο: Η ήρεμη δύναμη της ταινίας, εξαιρετικός στον ρόλο του ως Μεξικανός δάσκαλος πολεμικών τεχνών. Ακόμα πιο εξαιρετική η απάντηση που δίνει στον Μπομπ όταν τον ρωτάει: «Τι είναι ελευθερία;» – «Έλλειψη φόβου».

Τι δεν μας άρεσε:

Ήταν μόνο 170 λεπτά. Υπερβολή; Όχι. Δεν καταλαβαίνεις πώς κυλά η ώρα. Αφού τελειώνει η ταινία και θέλεις κι άλλο….

Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον
Σενάριο: Πολ Τόμας Άντερσον
Μουσική: Τζόνι Γκρίνγουντ
Πρωταγωνιστούν: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Σον Πεν, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Ρετζίνα Χολ, Τεγιάνα Τέιλορ, Τσέις Ινφινίτι
Διάρκεια: 170 λεπτά
Η.Π.Α., 2025
Διανομή: Tanweer