Ο αέρας είχε αρχίσει να φυσά διαφορετικά ήδη από τα τέλη Νοεμβρίου. Στις 29 εκείνου του μήνα, οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίον του Κομπάνι, στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία. Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εξαπολύθηκαν εναντίον της πόλης πάνω από 100 οβίδες. Καμικάζι ανατινάχθηκαν, μαζί με τα φορτηγά τους. Και τα φορτηγά αυτά, οι τζιχαντιστές τα γεμίζουν πάντα με εκρηκτικά.

Οι μάχες πέρασαν τα σύνορα, καθώς οι τζιχαντιστές προσπάθησαν να εμπλέξουν τους κούρδους μαχητές των Μονάδων Προστασίας του Λαού. Ο στόχος τους ήταν να τους απομονώσουν από την τουρκική πλευρά, να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν. Όσο κι αν οι Κούρδοι κατηγορούν διαρκώς την Τουρκία ότι παίζει το παιχνίδι του Ισλαμικού Κράτους, τα σύνορα ήταν πάντα γι’ αυτούς ένας πολύτιμος δίαυλος επικοινωνίας. Από εκεί φτάνουν οι εθελοντές, από εκεί περνούν οι τραυματίες για να μεταβούν στα τουρκικά νοσοκομεία.

Παρά τη γενικευμένη αυτή επίθεση, όμως, οι Κούρδοι κράτησαν τις θέσεις τους. Σύμφωνα πάντα με το Συριακό Παρατηρητήριο, εκείνη την ημέρα έχασαν τη ζωή τους 50 τζιχαντιστές, 10 κούρδοι μαχητές κι άλλοι 10 μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Το Ισλαμικό Κράτος δεν κατάφερε να κερδίσει νέα εδάφη ούτε να κατακτήσει μεθοριακά φυλάκια. Και από εκείνη τη στιγμή άρχισε να υποχωρεί. Αναγκάστηκε έτσι να αλλάξει τακτική. «Όταν οι τζιχαντιστές κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν πια να προχωρήσουν, κλιμάκωσαν τις επιθέσεις τους», είπε στη Φιγκαρό ο γιατρός Μοχάμεντ Αρίφ, ένας από τους ήρωες εκείνης της μάχης. Επί τέσσερις μήνες, περιέθαλπε τραυματίες που έφταναν αδιάκοπα. «Ορισμένες ημέρες», θυμάται, «είχαμε ως και 70 τραυματίες. Χρειάστηκε να αλλάξουμε τρεις φορές νοσοκομείο, είτε λόγω των επιθέσεων είτε για λόγους ασφαλείας».

Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2014, το Ισλαμικό Κράτος εξαπέλυσε μια μεγάλη επίθεση εναντίον της περιοχής. Η αντίσταση άργησε να οργανωθεί. Τον Οκτώβριο, το Κομπάνι έλαβε τη βοήθεια των Πεσμεργκά, των κούρδων μαχητών από το Ιράκ. Μαζί μ’ αυτούς έφτασαν και βαρέα όπλα, ανάλογα μ’ εκείνα του Ισλαμικού Κράτους. Η συμφωνία ήταν να παραμείνουν οι ιρακινοί Κούρδοι στα μετόπισθεν, ενώ οι σύροι Κούρδοι θα πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή – η αμοιβαία δυσπιστία ήταν έκδηλη.

Αυτή δεν ήταν η μόνη βοήθεια που έλαβε το Κομπάνι. Στην πόλη έφτασαν κι άλλοι έμπειροι μαχητές. Ένας από αυτούς ήταν ο 24χρονος Ρεμπέρ Τσελάλ, που εκπαιδεύτηκε στα στρατόπεδα των κουρδικών πολιτοφυλακών στη Συρία και έλαβε μέρος στη μάχη του όρους Σιντζάρ, τον περασμένο Αύγουστο. Οι κούρδοι μαχητές της Συρίας είχαν ανοίξει στο Ιράκ ένα διάδρομο για να απομακρύνουν τους Γεζίντι. Δεκάδες χιλιάδες μέλη αυτής της θρησκευτικής μειονότητας, την οποία το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί αιρετική, βρήκαν καταφύγιο σ’ εκείνη την περιοχή όταν οι τζιχαντιστές επιτέθηκαν στα χωριά τους. Ο Ρεμπέρ Τσελάλ πολέμησε σε ζοφερές συνθήκες, με αμμοθύελλες κι έναν ήλιο που έλιωνε τα πάντα. Και συνειδητοποίησε τη σημασία των αεροπορικών επιθέσεων, που απουσίαζαν από τη μάχη του όρους Σιντζάρ.

Σύμφωνα μ’ ένα μαχητή, «τους υποδεικνύουμε τις θέσεις μας και τις θέσεις του Ισλαμικού Κράτους. Στη συνέχεια, οι πληροφορίες διαβιβάζονται στο Γενικό Αρχηγείο, που είναι εγκατεστημένο στο ιρακινό Κουρδιστάν. Ύστερα ξεκινούν οι επιδρομές». Σύμφωνα με όλους τους μάρτυρες, οι επιδρομές κλιμακώθηκαν στις αρχές Ιανουαρίου, ενώ στις 5 του μηνός εξαπολύθηκε η μεγάλη επίθεση των Κούρδων. Εκείνη την ημέρα κατέλαβαν το 80% της πόλης.

Στις 19 Ιανουαρίου, οι Κούρδοι απέκτησαν τον έλεγχο του λόφου Μιστενούρ. Και από εκεί βομβάρδισαν τις τελευταίες θέσεις των τζιχαντιστών. Μια εβδομάδα αργότερα, η πόλη απελευθερώθηκε επισήμως. Με τίμημα βέβαια την καταστροφή της: το 70% είναι εντελώς γκρεμισμένο, ενώ οι νεκροί φτάνουν τους 1.600. Επόμενος στόχος, η Μοσούλη.