Σε ισόβια χωρίς δυνατότητα μείωσης της ποινής καταδικάστηκε η γυναίκα που βίασε, βασάνισε, τεμάχισε και έκρυψε σε βαλίτσα τη 12χρονη Λόλα στη Γαλλία.

Την ποινή της ισόβιας κάθειρξης χωρίς δυνατότητα μείωσης είχε ζητήσει το πρωί ο γενικός εισαγγελέας, προκειμένου να «διασφαλιστεί η προστασία της κοινωνίας, να προληφθεί το ενδεχόμενο διάπραξης νέων εγκλημάτων και να αποκατασταθεί η κοινωνική ισορροπία».

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου έπειτα από σύσκεψη τεσσάρων ωρών ανακοίνωσε την τελική ετυμηγορία για την Αλγερινή Νταμπία Μπενκιρέντ. «Το δικαστήριο, προκειμένου να ορίσει τη δίκαιη ποινή, έλαβε υπόψη του την ανείπωτη ψυχολογική βλάβη που προκάλεσε στο θύμα και την οικογένεια σε συνθήκες τόσο βίαιες, σχεδόν απερίγραπτες», είπε χαρακτηριστικά.

Έτσι, επιβλήθηκαν «πραγματικά ισόβια», ποινή που καθιερώθηκε το 1994 και δεν είχε έως τώρα επιβληθεί παρά μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις στο κοινό ποινικό δίκαιο στη Γαλλία. Μάλιστα, όλες οι περιπτώσεις αφορούσαν άνδρες, με αποτέλεσμα η Μπενκιρέντ να είναι η πρώτη γυναίκα που καταδικάζεται με τη συγκεκριμένη ποινή.

Η Νταμπία Μπενκιρέντ

Το χρονικό του φρικτού εγκλήματος

Ηλικίας τότε 24 ετών, σημαδεμένη από μια κάποια κοινωνική ανασφάλεια, ζούσε κατά διαστήματα με την αδελφή της στο Παρίσι. Τη 14η Οκτωβρίου του 2022, παρέσυρε με τη βία τη Λολά, την κόρη των θυρωρών του κτιρίου, στο διαμέρισμά της.

Μέσα σε 97 λεπτά, βίασε, βασάνισε, κατόπιν σκότωσε το παιδί φράσσοντας τις αναπνευστικές οδούς της με κολλητική ταινία.

Στη συνέχεια επιχείρησε να διαφύγει, έχοντας τοποθετήσει το άψυχο σώμα της 12χρονης σε μια μεγάλη βαλίτσα.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, τρείς ειδικοί της ψυχιατρικής απέκλεισαν κάθε παθολογία της κατηγορουμένης που θα μπορούσε να την εξαιρέσει από την ποινική ευθύνη της, παρά τα «ψυχοπαθολογικά» χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της.

«Καμία φαρμακευτική αγωγή δεν θα μετάλλασε θεμελιωδώς την προσωπικότητα της Μπενκιρέντ. Όταν δεν υπάρχει νόσος, δεν υπάρχει θεραπεία», επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας, στην τελική αγόρευσή του σήμερα το πρωί.

Ο συνήγορος υπεράσπισης επικεντρώθηκε στα 24 χρόνια της ύπαρξης της Μπενκιρέντ πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος: «τραυματικές εμπειρίες από πολύ μικρή ηλικία», όπως ανέφεραν ψυχίατροι, οικογενειακή βία, βιασμοί, κατανάλωση κάνναβης και φαρμάκων, πορνεία, χωρίς τίποτα από όλα αυτά να έχει ούτε επισήμως εξακριβωθεί ούτε να έχει απολύτως αποκλειστεί από την έρευνα.

«Έκανα στη Λόλα αυτό που έκαναν σε εμένα»

Με σοκαριστικές λεπτομέρειες η δολοφόνος περιέγραψε κατά τη δίκη τις τελευταίες στιγμές του μικρού άτυχου κοριτσιού.

«Η Λόλα ήταν το πρώτο άτομο που συνάντησα», είπε αρχικά η κατηγορουμένη στην απολογία της. «Τίποτα δεν ήταν προμελετημένο. Έκανα τα πάντα τυχαία».

Όπως είπε, μόλις είδε το κορίτσι τής ζήτησε να ανέβει στο σπίτι της αδελφής της, για να τη βοηθήσει με μερικές βαλίτσες. Το 12χρονο κορίτσι ανέβηκε και τότε η κατηγορουμένη την ανάγκασε να κάνει ντους για να την κακοποιήσει σεξουαλικά. Στη συνέχεια, τη σκότωσε με ασφυξία, τυλίγοντας το κεφάλι της με κολλητική ταινία, «για να μην το πει στην οικογένειά της», όπως η ίδια παραδέχτηκε.

Η 12χρονη Λόλα

Η κατηγορουμένη καταφέρθηκε εναντίον του πρώην συντρόφου της, Μουσταφά, για όσα υπέστη στο παρελθόν: σεξουαλική κακοποίηση, ταπείνωση με ατελείωτα βρόμικα μηνύματα και εξαναγκασμό σε σεξουαλικές πράξεις. «Έκανα στη Λόλα αυτό που έκαναν σε εμένα», ισχυρίστηκε. Σύμφωνα με την ίδια, η Λόλα έγινε το εξιλαστήριο θύμα της οργής της για τον Μουσταφά.

«Ήθελα απλώς να κάνω κακό σε εκείνον και εκδικήθηκα τη μικρή. Ήταν πιο αδύναμη από μένα, δεν την επέλεξα, απλώς συνέβη ξαφνικά. Δεν είχα τίποτα εναντίον της».

«Δεν ήταν πια άνθρωπος, αλλά πρόβατο»

Η κατηγορουμένη αναγνώρισε μόνο δύο από τα 38 μαχαιρώματα και κοψίματα με ψαλίδι στην πλάτη του θύματος, όχι όμως το μεγάλο τραύμα στον λαιμό.

«Δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω τόσο κακό», είπε, περιγράφοντας ότι έβλεπε το κορίτσι άλλοτε ως «φάντασμα» και άλλοτε ως «πρόβατο που σφάζουν στην Αλγερία». Σχετικά με τους αριθμούς 0 και 1 που έγραψε με βερνίκι στα πόδια του κοριτσιού, εξήγησε: «Στην Αλγερία σταμπάρουμε τα πρόβατα με αριθμούς».

Η Λόλα, σύμφωνα με την κατηγορουμένη, δεν αντέδρασε καθόλου κατά τη διάρκεια των γεγονότων. «Μέχρι το τέλος, δεν έκανε τίποτα», ισχυρίστηκε. Οι ιατροδικαστές επιβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχαν σημάδια άμυνας στα χέρια της, πιθανώς επειδή «μπορεί να έχασε τις αισθήσεις της», όταν η Νταμπία Μπενκιρέντ χτύπησε το κεφάλι της στον τοίχο του μπάνιου.