Η υπόσχεση του Τραμπ να «κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη» φαίνεται να έχει ένα απρόσμενο αποτέλεσμα: ενώνει ξανά τους Ευρωπαίους, όπως αναφέρει δημοσίευμα των New York Times.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρισκόταν σε κακή κατάσταση στην αρχή της πρώτης προεδρίας Τραμπ. Η εμπιστοσύνη του κοινού προς το μπλοκ ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, η Βρετανία μόλις είχε ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης, και η ευρωπαϊκή οικονομία προσπαθούσε να ανακάμψει από τη χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία είχε προκαλέσει σειρά χρεοκοπιών σε ολόκληρη την ήπειρο.
Ωστόσο, από το 2016 περίπου άρχισε να σημειώνεται σταδιακή βελτίωση. Τους τελευταίους μήνες, το κλίμα απέναντι στην ΕΕ έχει βελτιωθεί περαιτέρω. Τα ποσοστά εμπιστοσύνης πλησιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο δεκαετιών. Οι ηγέτες της ΕΕ συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες με ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Ινδονησία, οργανώνουν αμυντικά σχέδια με τη συνεργασία χωρών όπως ο Καναδάς, ενώ ακόμη και η Βρετανία υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία επανεκκίνησης των σχέσεων.
Το μπλοκ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα: ο πληθυσμός γερνά, η οικονομική ανάπτυξη παραμένει αργή, και οι λαϊκιστές επικριτές του ενισχύονται. Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δέχεται σφοδρή κριτική για την προσπάθειά της να αναθεωρήσει τον προϋπολογισμό της Ένωσης.
Ωστόσο, ακόμη και σε χώρες όπως η Δανία, που παραδοσιακά διατηρεί σκεπτικισμό για τον προϋπολογισμό και τις πολιτικές συνόρων της ΕΕ, η στάση απέναντι στο μπλοκ έχει βελτιωθεί αισθητά.
«Η υποστήριξη προς την ΕΕ δεν υπήρξε ποτέ υψηλότερη», δήλωσε η Δανή υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μαρί Μπιέρρε. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 74% των Δανών δήλωσαν ότι εμπιστεύονται την ΕΕ, έναντι 63% πριν από πέντε χρόνια. Και αυτή η στροφή δεν είναι μεμονωμένη: σε πολλά κράτη-μέλη, οι πολίτες δείχνουν αυξημένη εμπιστοσύνη προς την Ένωση.
Η αλλαγή δεν οφείλεται αποκλειστικά στον Τραμπ. Η διαχείριση της πανδημίας, ιδιαίτερα η εξασφάλιση εμβολίων, αύξησε τη δημοτικότητα της ΕΕ. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 κατέδειξε σε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και πολίτες ότι η εθνική τους ασφάλεια μπορεί να απειληθεί.
Ωστόσο, η πρόσφατη προσέγγιση της Αμερικής προς τους παραδοσιακούς συμμάχους της έχει επίσης συμβάλει σε αυτό που ο Τζερν Φλεκ, διευθυντής στο Atlantic Council, χαρακτηρίζει ως «συσπείρωση γύρω από τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
«Πάντα είχαμε ισχυρή σχέση με τις ΗΠΑ», δήλωσε η Μπιέρρε. «Τώρα μας επιβάλλουν αδικαιολόγητους δασμούς και μας κατηγορούν ότι δεν είμαστε καλοί σύμμαχοι. Αυτό, φυσικά, έχει απήχηση -γι’ αυτό στρεφόμαστε περισσότερο προς την ΕΕ».
Από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Ιανουάριο, ο Τραμπ έχει απειλήσει να εισβάλει στη Γροιλανδία (αυτόνομη περιοχή της Δανίας), η κυβέρνησή του έχει αποκαλέσει τους Ευρωπαίους «αξιολύπητους» σε διαρροές από την εφαρμογή Signal, και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι η ΕΕ. «δημιουργήθηκε για να εκμεταλλεύεται την Αμερική».
Ο Τραμπ έχει επιβάλει υψηλότερους δασμούς σε ευρωπαϊκά προϊόντα και πρόσφατα απείλησε με νέο καθολικό δασμό 30%, που Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι θα πλήξει το διατλαντικό εμπόριο. Έχει επίσης απαιτήσει από την Ευρώπη να πληρώνει περισσότερα για την άμυνά της και έχει υπαινιχθεί ότι οι ΗΠΑ δεν θα στηρίξουν στρατιωτικά χώρες που, κατά την άποψή του, δεν συνεισφέρουν επαρκώς στην ασφάλειά τους.
Όλα αυτά απομακρύνουν την Ευρώπη από την Αμερική και τη φέρνουν πιο κοντά εσωτερικά.
«Υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι στο τέλος της ημέρας όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είναι μικρές», σχολιάζει ο Φλεκ. «Η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει ενωμένη και να ενώσει τους πόρους της».
Η αποκατάσταση της εικόνας της Ευρώπης έχει πάρει χρόνο και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Αντιμέτωπα με τη ρωσική επιθετικότητα και την αμερικανική πίεση για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συνεισφορά στην άμυνα, τα κράτη-μέλη της ΕΕ αυξάνουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους. Όμως, καθώς δυσκολεύονται να χρηματοδοτήσουν αυτές τις αυξήσεις, η ΕΕ επενέβη: Τον Μάρτιο, παρουσίασε σχέδιο κοινής προμήθειας ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, και ανακοίνωσε ότι θα επιτρέψει στα κράτη-μέλη μεγαλύτερη ευελιξία στους προϋπολογισμούς τους για αμυντικές δαπάνες.
Η συνεργασία μεταξύ κρατών επίσης ενισχύεται. Γερμανία και Γαλλία συνεργάζονται στενότερα, ειδικά μετά την εκλογή του Φρίντριχ Μερτς ως νέου καγκελαρίου της Γερμανίας τον Μάιο. Ακόμη και η Βρετανία, που αποχώρησε από την ΕΕ το 2020, επιδιώκει να συμμετάσχει στο σχέδιο κοινών αμυντικών προμηθειών.
«Η Ευρώπη ξαφνικά νιώθει ευάλωτη», λέει ο Ματίας Ματίς από το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. «Αισθάνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί από τις ΗΠΑ και σκέφτονται: πρέπει να βασιστούμε περισσότερο στους εαυτούς μας».
Η κοινή ατζέντα για την άμυνα δεν είναι η μόνη που ενισχύει το κύρος της ΕΕ. Στο μέτωπο του εμπορίου, η ΕΕ διαδραματίζει ολοένα πιο κρίσιμο ρόλο. Η Κομισιόν διαπραγματεύεται συμφωνίες εκ μέρους των 27 κρατών-μελών και, ως τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, διαθέτει ισχύ που κανένα μεμονωμένο κράτος δεν θα είχε.
Παρά τις αρχικές ανησυχίες ότι κάποιες χώρες θα επιδιώξουν διμερείς συμφωνίες με τις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δείχνουν ενότητα -ακόμα και χώρες όπως η Ιταλία, η πρωθυπουργός της οποίας έχει επικρίνει αρκετές φορές την ΕΕ.
Η αντίδρασή της στην απειλή των δασμών 30% του Τραμπ ήταν χαρακτηριστική: «Η Ευρώπη έχει την οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ να υπερασπιστεί τη θέση της και να εξασφαλίσει μια δίκαιη συμφωνία», έγραψε στα κοινωνικά δίκτυα. «Η Ιταλία θα κάνει το καθήκον της».
Η φον ντερ Λάιεν προωθεί επίσης νέα ή ανανεωμένα εμπορικά συμφωνητικά με χώρες όπως το Μεξικό, η Νότια Κορέα και η Ινδονησία. «Στη Νοτιοανατολική Ασία, και ειδικά στην Ινδονησία, θεωρούμε την Ευρώπη κρίσιμη για τη σταθερότητα του κόσμου», δήλωσε ο πρόεδρος της Ινδονησίας, Πραμπόβο Σουμπιάντο, κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες με την πρόεδρο της Κομισιόν. «Ίσως πολλοί να μην το παραδέχονται δημόσια, αλλά εγώ το λέω ξεκάθαρα: θέλουμε μια ισχυρότερη Ευρώπη».
Ωστόσο, αν η ΕΕ απολαμβάνει τώρα περισσότερη στήριξη, πρέπει και να την δικαιολογήσει, σύμφωνα με τους NYT. Οι διαπραγματευτές πιέζουν για συμφωνία με τις ΗΠΑ πριν από την 1η Αυγούστου -ημερομηνία που ο Τραμπ έχει θέσει για την επιβολή των δασμών- αλλιώς η ΕΕ ίσως αναγκαστεί να απαντήσει.
Οι πιο δύσκολες φάσεις των συνομιλιών πλησιάζουν και η εύθραυστη ενότητα μπορεί ακόμη να κλονιστεί. Παράλληλα, η ΕΕ προσπαθεί να ενισχύσει την οικονομική της δυναμική, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ έχουν πιο ανεπτυγμένες αγορές και η Κίνα προηγείται τεχνολογικά. Αν και η Ένωση σχεδιάζει τον νέο της προϋπολογισμό με βάση αυτόν τον στόχο και υπόσχεται μείωση της γραφειοκρατίας, μένει να φανεί αν αυτά αρκούν.
«Χρειαζόμαστε μια νέα, δραστήρια Ευρωπαϊκή Ένωση, έτοιμη να βγει στον κόσμο και να παίξει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας παγκόσμιας τάξης», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν φέτος σε συνέντευξή της στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit.
Και, σε ένα προφανές υπονοούμενο προς τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, πρόσθεσε:
«Δεν έχουμε “bros” ή ολιγάρχες που να γράφουν τους κανόνες».
Το «όπλο» της Ευρώπης
Την ίδια ώρα, ένας αυξανόμενος αριθμός κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, εξετάζει το ενδεχόμενο χρήσης εκτεταμένων μέτρων κατά των αμερικανικών υπηρεσιών, εάν η ΕΕ δεν καταφέρει να καταλήξει σε εμπορική συμφωνία με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αναφέρουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Το «ισχυρό όπλο» της ΕΕ για τον εμπορικό «πόλεμο» είναι ο μηχανισμός κατά του εξαναγκασμού(Anti-Coercion Instrument – ACI), που τέθηκε σε ισχύ στα τέλη του 2023, αλλά δεν έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα, καθώς θεωρείται από πολλούς ως μια «έσχατη λύση» που προορίζεται κυρίως για λόγους αποτροπής.
Πιθανά μέτρα
Το ACI επιτρέπει στην ΕΕ να προχωρά σε αντίποινα κατά τρίτων χωρών που ασκούν οικονομική πίεση σε κράτη-μέλη για να αλλάξουν πολιτικές τους, και παρέχει πολύ ευρύτερο πεδίο δράσης από τα απλά αντίμετρα με δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων.
Περιλαμβάνει λίστα 10 σημείων με πιθανά μέτρα σε απάντηση στην απειλή του Τραμπ για επιβολή δασμών 30% στις εισαγωγές της ΕΕ έως την 1η Αυγούστου.
Πέρα από δασμούς, τα εργαλεία του ACI προβλέπουν περιορισμούς στις εισαγωγές ή εξαγωγές προϊόντων μέσω ποσοστώσεων ή αδειών.
Όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις στην ΕΕ -που αντιστοιχούν σε περίπου 2 τρισεκατομμύρια ευρώ ετησίως- υπάρχουν δύο επιλογές: οι προσφορές, όπως σε έργα υποδομής ή εξοπλιστικά, μπορούν να αποκλειστούν αν τα αμερικανικά αγαθά ή υπηρεσίες αποτελούν πάνω από το 50% του υπό εξέταση συμβολαίου.
Το ACI μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μέτρα κατά υπηρεσιών στις οποίες οι ΗΠΑ έχουν εμπορικό πλεόνασμα έναντι της ΕΕ -όπως οι ψηφιακές υπηρεσίες από την Amazon, τη Microsoft, το Netflix ή την Uber.
Επιπλέον, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στις άμεσες ξένες επενδύσεις από τις ΗΠΑ -τον μεγαλύτερο ξένο επενδυτή στην ΕΕ- καθώς και περιορισμοί στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, στην πρόσβαση στις αγορές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αλλά και στις πωλήσεις χημικών ή τροφίμων εντός της ΕΕ.
Πώς ενεργοποιείται το ACI
Το ACI προτάθηκε το 2021 ως απάντηση στις επικρίσεις κρατών-μελών ότι η πρώτη προεδρία Τραμπ και η Κίνα χρησιμοποίησαν το εμπόριο ως πολιτικό εργαλείο.
Ο νόμος δίνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προθεσμία έως τέσσερις μήνες για να εξετάσει μια υπόθεση καταναγκασμού. Αν κρίνει ότι τα μέτρα μιας ξένης χώρας συνιστούν καταναγκασμό, παραπέμπει την υπόθεση στα κράτη-μέλη, τα οποία έχουν άλλες 8–10 εβδομάδες για να επικυρώσουν τη διαπίστωση.
Για να υπάρξει επικύρωση, απαιτείται ειδική πλειοψηφία κρατών-μελών -μια υψηλότερη απαιτούμενη συναίνεση από εκείνη για επιβολή απλών αντίμετρων.
Συνήθως, η Επιτροπή θα προχωρούσε πρώτα σε διαβουλεύσεις με τη ξένη χώρα για να αποτραπεί η συνέχιση του καταναγκασμού. Αν αποτύχουν, τότε μπορεί, μέσα σε έξι μήνες και με νέα ψήφιση από τα κράτη-μέλη, να εφαρμόσει μέτρα αντίδρασης της ΕΕ. Αυτά πρέπει να τεθούν σε ισχύ εντός τριών μηνών.
Η όλη διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έως ένα έτος, αλλά υπάρχει δυνατότητα επίσπευσης.