Για χρόνια, από τότε που εμφανίστηκαν τα πλάνα σε τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και στο διαδίκτυο, η ταυτότητα και η μοίρα της αποκαλούμενης «Χαμένης Γερμανίδας» (Lost German Girl – LGG) έχουν καθηλώσει το κοινό.

Ντυμένη με μια αδιευκρίνιστη στολή και με πρησμένο πρόσωπο που μαρτυρά ότι είχε ξυλοκοπηθεί άγρια, η γυναίκα εμφανίζεται να περπατά σε έναν δρόμο της απελευθερωμένης Τσεχοσλοβακίας.

Η ημερομηνία ήταν 7 Μαΐου 1945, η ημέρα που η ναζιστική Γερμανία παραδόθηκε στους Συμμάχους, μετά την αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ στο καταφύγιό του στο Βερολίνο.

Καθώς οι αιχμάλωτοι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, οι Ρώσοι στρατιώτες προέλαυναν από την αντίθετη κατεύθυνση, με τον Αμερικανικό Στρατό να είναι παρών για να καταγράψει το χάος.

Το βίντεο που περιλαμβάνει τη γυναίκα τραβήχτηκε από τον Αμερικανό λοχαγό, Oren W. Haglund, σε έναν δρόμο προς το Πίλσεν, περίπου 80 χιλιόμετρα από την Πράγα.

Η «χαμένη Γερμανίδα», όπως είναι πλέον γνωστή, έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για έργα τέχνης, ποιήματα, μουσικές συνθέσεις και ένα ολόκληρο blog αφιερωμένο στην αναζήτησή της.

Όπως αναφέρει η Daily Mail, ακόμα και σχεδόν 20 χρόνια μετά την πρώτη διαδικτυακή προσπάθεια να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της, η γυναίκα αυτή παραμένει μυστήριο.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήταν, όπως την περιγράφει ο Haglund στα αυθεντικά καρτελάκια του φιλμ, «κοπέλα των SS». Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν ένα αθώο θύμα του κύματος μαζικών βιασμών που διέπραξαν οι προελαύνοντες Ρώσοι στρατιώτες σε εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες.

Ωστόσο, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν έχει επιβεβαιώσει την ταυτότητα ή τη μοίρα της.

Το βίντεο του Haglund, από το οποίο 25 λεπτά είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο του Μουσείου Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ, ξεκινά με σκηνές αιχμαλώτων Γερμανών, μεταξύ των οποίων νεαροί, οι οποίοι φυλάσσονται από Αμερικανούς στρατιώτες.

Μερικοί τρώνε, άλλοι κάθονται στο γρασίδι. Αργότερα, το φιλμ δείχνει κατοίκους να ζητωκραυγάζουν και να κουνάνε λευκά μαντίλια. Περισσότεροι Γερμανοί στρατιώτες εμφανίζονται να βαδίζουν υπό φρούρηση.

Ωστόσο, το φιλμ παίρνει μια σκοτεινή τροπή, με σκηνές από νεκρούς και βαριά τραυματισμένους Γερμανούς.

Περίπου 17 λεπτά μετά την έναρξη του βίντεο, η κάμερα του Haglund εστιάζει στη γυναίκα που σήμερα είναι γνωστή ως «χαμένη Γερμανίδα».

Απομακρύνει τα μπερδεμένα της μαλλιά, αποκαλύπτοντας το πρησμένο της μάτι. Είναι γνωστό ότι βρισκόταν με τις γερμανικές δυνάμεις που υποχωρούσαν, αλλά η στολή της δεν υποδεικνύει σαφή ρόλο στον στρατό.

Δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να υποστηρίζει την περιγραφή του Haglund ότι ήταν μέλος των SS. Θα μπορούσε να ήταν νοσοκόμα, βοηθός ή κάτι άλλο.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η μυστηριώδης γυναίκα κοιτάζει επίμονα την κάμερα, με το ένα χέρι στην τσέπη και το άλλο στο στήθος. Σχεδόν παραπατώντας, κάνει ένα βήμα μπροστά και αγγίζει το πρησμένο της μάτι, σκύβοντας το κεφάλι της. Τα μαλλιά της πέφτουν μπροστά στο πρόσωπό της. Η κάμερα εστιάζει ξανά στο πρόσωπό της.

Κρατά κάτι που μοιάζει με πακέτο καρτών και μοιάζει έτοιμη να κλάψει. Σαν να ντρέπεται, σκύβει το κεφάλι προς τα χέρια της. Η κάμερα δείχνει το παντελόνι και τις τιράντες της που κρέμονται γύρω από τη μέση της.

Περίπου 40 δευτερόλεπτα αργότερα, αφού το φιλμ δείχνει έναν αιμόφυρτο, γυμνό άνδρα σκεπασμένο με κουβέρτα, η γυναίκα εμφανίζεται ξανά.

Κάθεται με μια ομάδα αιχμαλώτων ανδρών, κρατώντας ένα πανί στα χέρια της. Παρά την ταλαιπωρημένη της εμφάνιση, χαμογελά ελαφρώς καθώς συνομιλεί με έναν από τους άνδρες. Αυτή είναι και η τελευταία φορά που τη βλέπουμε.

Ο λοχαγός Haglund, γεννημένος το 1905 και σκηνοθέτης πριν καταταγεί στον στρατό, παρέμεινε στη Γερμανία μέχρι τη λήξη του πολέμο. Αποστρατεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1945 και εργάστηκε ως παραγωγός τηλεοπτικών εκπομπών. Πέθανε το 1972 σε ηλικία 66 ετών και δεν είναι γνωστό να έχει σχολιάσει ποτέ το θέμα της «χαμένης Γερμανίδας».

Κάποιοι υποστηρίζουν πως η γυναίκα λεγόταν Λάρα ή Λόρε Μπάουερ, γεννημένη το 1921 και βοηθός στη γερμανική αεροπορία (Luftwaffe). Φωτογραφίες της φερόμενης Μπάουερ παρουσιάζουν ομοιότητες, αλλά δεν υπάρχουν επίσημα έγγραφα που να επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.

Ο Γερμανός ερευνητής, Carlos Xander, αφιέρωσε σχεδόν δύο χρόνια στην αναζήτηση της ταυτότητας της «χαμένης Γερμανίδας» στο ομώνυμο blog του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πρώτη διαδικτυακή προσπάθεια εντοπισμού της έγινε το 2006. Ο ίδιος ανέπτυξε τη θεωρία ότι πρόκειται για την Μπάουερ, η οποία φέρεται να γεννήθηκε στην Αυστρία, επέζησε του πολέμου, εργάστηκε στην Pan Am, συνταξιοδοτήθηκε το 1985 και πέθανε το 1994.

Ωστόσο, ο Xander σημειώνει πως δεν υπάρχουν αρχεία στη Γερμανία ή την Αυστρία για πρόσωπο με αυτό το όνομα.

Ο ίδιος αναφέρει επίσης ανάρτηση του 2013 από έναν άνδρα που ισχυρίστηκε ότι η «χαμένη Γερμανίδα» ήταν η γιαγιά του και λεγόταν Ματίλντε, υποσχόμενος φωτογραφίες και έγγραφα που δεν έστειλε ποτέ.

Ερευνητές έχουν επίσης εντοπίσει τον δρόμο όπου περπατούσε η γυναίκα, μεταξύ Πίλσεν και Rokycany, και έχουν επιστρέψει στο σημείο για να τραβήξουν δικές τους φωτογραφίες και βίντεο.

Μια φρικτή υπόνοια για το τι μπορεί να της συνέβη περιγράφεται στο βιβλίο του ιστορικού Philip Kaplan «Fighter Pilots of the Luftwaffe in World War II». Εκεί, αναφέρεται πως Αμερικανοί στρατιώτες παρέδωσαν αιχμαλώτους στους Σοβιετικούς. Ο Kaplan γράφει: «Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Ρώσοι ήταν να ξεχωρίσουν τις γυναίκες και τα κορίτσια από τους άντρες. Ακολούθησε ένα βίαιο όργιο βιασμών και κτηνωδίας από τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού. Όταν οι λιγοστοί Αμερικανοί φρουροί προσπάθησαν να παρέμβουν, οι Ρώσοι τους επιτέθηκαν, πυροβολώντας στον αέρα και απειλώντας τους με θάνατο».

Η αγριότητα του Κόκκινου Στρατού είναι καλά καταγεγραμμένη. Στο Βερολίνο, υπολογίζεται ότι έως και 500.000 γυναίκες από πληθυσμό 1,4 εκατομμυρίων έπεσαν θύματα βιασμού. Στη Βιέννη υπολογίζονται 70.000-100.000 βιασμοί, έως 200.000 στην Ουγγαρία και χιλιάδες σε Ρουμανία, Βουλγαρία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία και Τσεχοσλοβακία.

Ένας στρατιώτης έγραψε σε επιστολή: «Δεν λένε λέξη στα ρωσικά, αλλά αυτό το κάνει πιο εύκολο. Δεν χρειάζεται να τις πείσεις. Απλώς στρέφεις το περίστροφο και τους λες να ξαπλώσουν».

Η Γερμανίδα δημοσιογράφος, Marta Hillers, η οποία βιάστηκε, έγραψε στο ημερολόγιό της: «Χρειάζομαι έναν λύκο για να κρατήσει μακριά τους άλλους λύκους». Η ιστορία της έγινε ταινία το 2008 με τίτλο «A Woman in Berlin».

Ο Στάλιν απέρριψε τα εγκλήματα των στρατιωτών του λέγοντας: «Αν ένας στρατιώτης που διέσχισε χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα από αίμα, φωτιά και θάνατο διασκεδάσει με μια γυναίκα, είναι κάτι που πρέπει να το καταλάβετε».

Ο αρχηγός της σοβιετικής αστυνομίας, Λαβρέντι Μπέρια, ήταν διαβόητος βιαστής, κακοποιώντας πάνω από 100 γυναίκες, συχνά αφού τις νάρκωνε.

Στο βιβλίο «World War Two: Behind Closed Doors» (2008), ο ιστορικός Laurence Rees επισημαίνει πως όταν οι αναφορές για βιασμούς έφταναν στη Μόσχα, τελικά κατέληγαν στο γραφείο ενός βιαστή.

Άλλοι Σοβιετικοί δικαιολογούσαν τα εγκλήματά τους. Ένας έγραψε: «Αν δεν τους τρομοκρατήσουμε τώρα, δεν θα αποφύγουμε νέο πόλεμο στο μέλλον».

Ο καλλιτέχνης Leonid Rabichev περιγράφει τις κακοποιήσεις σε πρόσφυγες: «Γυναίκες, μητέρες και παιδιά κείτονται δεξιά κι αριστερά στον δρόμο, και μπροστά τους μια στρατιά αντρών με κατεβασμένα παντελόνια. Όσες αιμορραγούν ή χάνουν τις αισθήσεις τους σπρώχνονται στο πλάι και οι δικοί μας σκοτώνουν όσους προσπαθούν να σώσουν τα παιδιά τους. Γέλια, ουρλιαχτά, κραυγές. Και οι διοικητές παρακολουθούν, κανονίζοντας ώστε κάθε στρατιώτης να συμμετάσχει».