Ο Κνουτ Χεϊμπράτεν δεν αποτελεί συνηθισμένη περίπτωση ατζέντη. Αντισυμβατικός, αιρετικός, ασυμβίβαστος. Πήγε κόντρα στο ρεύμα των μάνατζερ απορρίπτοντας την πολιτική ορθότητα στις ποδοσφαιρικές business του. Έχοντας ζήσει σχεδόν τα πάντα στα 10 χρόνια που δραστηριοποιήθηκε ως μάνατζερ, αποφάσισε να κυκλοφορήσει το βιβλίο «The Football Agent» μεταφέροντας τις εμπειρίες του από το ποδόσφαιρο. Χαρακτηρίστηκε ως το πιο παράλογο, διασκεδαστικό και αποκαλυπτικό βιβλίο, με τον Νορβηγό μάνατζερ να τα βάζει με όλους και με όλα. Ο επικεφαλής της νορβηγικής ομοσπονδίας λίγο μετά την κυκλοφορία του «Τhe Football Agent, του αφαίρεσε την άδεια του, ενώ ο πρώην πρόεδρος της Σόγκνταλ απειλούσε πως θα προσφύγει στη δικαιοσύνη. Ο Χεϊμπράτεν μίλησε στο gazzetta.gr αποκαλύπτοντας κάποιες άγνωστες ιστορίες. Για τον τρόπο με τον οποίο του ζήτησαν να στήσει αγώνα στη Νορβηγία, στην ιστορία του Γιαχμίρ Χίκα με την μεταγραφή του τον Ολυμπιακό, την σύνδεση του με την Ελλάδα, τους λόγους που αποσύρθηκε, την διαφθορά του ποδοσφαίρου, αλλά και τους Μέντες Ραϊόλα. – Η πρώτη μου απορία έχει να κάνει με τους λόγους που έπειτα από 10 χρόνια αποφάσισες να εγκαταλείψεις το επάγγελμα του ατζέντη, μολονότι είχες εξαιρετικό πελατολόγιο. «Υπάρχει μία σειρά από λόγους για αυτό. Τα περιγράφω μέσα από το βιβλίο. Το φινάλε της καριέρας μου είναι πολύ δραματικό. Εντούτοις, εξακολουθώ να εργάζομαι ως ατζέντης επιλεκτικά για κάποιους ποδοσφαιριστές που μου αρέσουν. Το βιβλίο μου εκδόθηκε στη Νορβηγία τον περασμένο Νοέμβριο. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του η νορβηγική ομοσπονδία μου αφαίρεσε την άδεια εργασίας μου. Δεν χρειάζεσαι όμως πλέον άδεια για να δουλέψεις ως ατζέντης. Έτσι επέστρεψα». – Γιατί θα πρέπει να διαβάσουμε το «The Football Agent»; «Ανοίγω ένα μικρό παράθυρο για το πως λειτουργούν οι ποδοσφαιρικές μπίζνες από την πλευρά ενός ατζέντη. Μιλάω για τις εμπειρίες μου, καλές και κακές. Υπήρξε ένα φανταστικό feedback από όσους διάβασαν το βιβλίο. Είναι πολύ ωραίο να το ακούω αυτό γιατί αποκάλυψα την προσωπική μου ζωή με έναν ωμό τρόπο. Ήμουν πολύ αγχωμένος όταν κυκλοφόρησε. Έλαβε πολύ καλές κριτικές από τις εφημερίδες και σχόλια τύπου «απίστευτα συναρπαστικό, ένα βιβλίο που όποιος ασχολείται με το ποδόσφαιρο πρέπει να διαβάσει». – Aξίζει να ασχοληθεί κανείς επαγγελματικά με την εκπροσώπηση ποδοσφαιριστών; «Ναι, απολύτως. Υπάρχουν πολλοί καρχαρίες και σκοτεινοί άνθρωποι σε αυτή την δουλειά, αλλά αν αγαπάς το ποδόσφαιρο, όπως εγώ, θα το θεωρήσεις ως φανταστική δουλειά. Ήταν ίσως τα καλύτερα 10 χρόνια της ζωής μου με πολλά αξιοσημείωτα και παράλογα περιστατικά». – Είναι αλήθεια πως σου ζήτησαν να στήσεις αγώνα; Πως έγινε αυτό; «Τα περιγράφω αναλυτικά στο βιβλίο. Τον Μαϊο του 2006 με πλησίασε στην Αλβανία ένας τύπος, ο οποίος όπως μου εξήγησε, δρούσε για ένα συνδικάτο στην Μαλαισία. Μου είπε πως είχε καλές διασυνδέσεις στη Νορβηγία, όμως ο άνθρωπος του για κάποιο λόγο ήταν ανενεργός. Έψαχνε για αντικαταστάτη. Ουσιαστικά ήθελε έναν άνθρωπο για να μεσολαβήσει στο στήσιμο της αναμέτρησης Μος-Ααλεσουντ. Με ρώτησε αν έχω καλές άκρες στη Μος. Του απάντησα πως έχω αλλά δεν έχω εμπλακεί ποτέ σε στημένους αγώνες και πως θα ήταν δύσκολο να το καταφέρω. Επέμενε λέγοντας πως δεν είναι τόσο πολύπλοκο, αλλά πως όλοι λατρεύουν τα λεφτά. Υποστήριξε πως στη Νορβηγία και ιδιαίτερα στις μικρότερες κατηγορίες ήταν εύκολο να εξαγοραστούν ποδοσφαιριστές, οι οποίοι είχαν συμβόλαια μεταξύ 25-50.000 ευρώ τον χρόνο στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και η εφορία. Ανέφερε, πως όταν τους πρόσφεραν 20.000 ευρώ μετρητά δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Ήθελε να ηττηθεί η Μος με τουλάχιστον τρία γκολ από την Άαλεσουντ. Δεν τον ένοιαζε εάν ήταν το σκορ 0-3, 1-4 ή 2-5. Αυτό θα συνέβαινε εάν δωροδοκούσα μάξιμουμ τέσσερις ποδοσφαιριστές ή ίσως και τρεις. Εάν τα βρεις με έναν τερματοφύλακα, χρειάζεσαι τότε μόνο ένα αμυντικό μου υπογράμμισε. Ακόμα και αν οι υπόλοιποι παλεύουν σαν λιοντάρια για να γυρίσουν το ματς και σκοράρουν, οι παίκτες που είναι στο κόλπο αρκούν για να κάνουν την δουλειά. Συνέχισε λέγοντας πως μου δίνει μία βαλίτσα με 100.000 ευρώ, όπου εγώ θα επιλέξω την κατανομή των χρημάτων. Δηλάδη, αν για παράδειγμα έδινα 15.000 ευρώ στον τερματοφύλακα και το ίδιο ποσό στον αμυντικό τα υπόλοιπα θα τα έβαζα στην τσέπη μου. Εγώ θα αποφάσιζα. Μετά από μία εβδομάδα έγινε το παιχνίδι. Τελικό σκορ: Μος-Άαλεσουντ 0-5. Ήταν παράξενο να διαβάσω την τοπική εφημερίδα την επόμενη μέρα. Ο γκολκίπερ της Μος, Έρικ Χόλταν υποστήριξε πως και τα πέντε γκολ θα μπορούσα να αποφευχθούν. Κατάλαβα πως ο τύπος που θύμιζε Καντάφι κατάφερε να βρει τρόπο για στήσει το παιχνίδι». – Με το ελληνικό ποδόσφαιρο είχες επαφές; Κάποια ιστορία να διηγηθείς; «Είχα διάφορες επαφές με Έλληνες ατζέντηδες και συλλόγους. Κάποιες καλές και κάποιες κακές. Γενικότερα στην πιάτσα των ατζέντηδων κυριαρχεί η άποψη πως στην Ελλάδα θα πρέπει να είσαι σίγουρος για τις τραπεζικές εγγυήσεις των παικτών εάν θα υπογράψουν εκεί. Αυτό γιατί εάν ο ποδοσφαιριστής τραυματιστεί ή ο προπονητής δεν τον θέλει κάποιες φορές παύει να πληρώνεται. Δεν μου έτυχε όμως ποτέ κάτι τέτοιο. Υπάρχει όμως μία ιστορία που δεν την έχω πει ξανά. Είχα έναν Αλβανό παίκτη στην Ρόζενμποργκ. Ήταν μεγάλο ταλέντο, κάτι σαν τον “Μέσι της Αλβανίας”. Είχε δύο χρόνια συμβόλαιο με την Ρόζενμποργκ, αλλά επειδή ήταν νέος δεν έπαιζε πολύ. Έτσι ήθελε να επιστρέψει στα Τίρανα προκειμένου να πάρει χρόνο συμμετοχής. Διαπραγματευόμουν με την Ρόζενμποργκ για να σπάσουν το συμβόλαιο του και να τον αφήσουν ελεύθερο. Δεν τους άρεσε γιατί είχαν πληρώσει αρκετά χρήματα και ήθελα κάποιο αντάλλαγμα. Αφού τους τους ορκίστηκα στη ζωή μου πως δεν πρόκειται να πάει σε άλλη ομάδα παρά μόνο στα Τίρανα, υπέγραψαν τα χαρτιά της αποδέσμευσης του. Πήγαμε μαζί στα Τίρανα, αλλά την επόμενη μέρα το παιδί μου είπε πως θέλει να τερματίσουμε την συνεργασία μας. Τον ρώτησα γιατί και μου απάντησε πως δεν χρειάζεται ατζέντη αφού ήθελε να μείνει στα Τίρανα για να παίξει εκεί μπάλα. Στη συνέχεια μου πρόσφερε ένα ποσό για να τερματίσουμε το συμβόλαιο. Ήταν πολύ νευρικός και όταν τον ρώτησα γιατί ήθελε να σταματήσουμε την συνεργασία μας και μου έδινε παράξενες απαντήσεις. Την επόμενη μέρα υπέγραψε συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό και ήμουν απίστευτα οργισμένος. Το ίδιο και στην Ρόζενμποργκ γιατί πίστευα πως τους κορόιδεψα κλέβοντας τους λεφτά. Έτσι είναι όμως οι ποδοσφαιρικές μπίζνες. Η αρνητική πλευρά του. Το καημένο το παιδί ήταν 17 ετών εκείνη την εποχή και δεν έφταιγε. Το όνομα του είναι Γιαχμίρ Χίκα». – Τι συνέβη τελικά με τον πρόεδρο της νορβηγικής ομοσπονδίας Ίνγκβε Χαλέν; Έχει ακόμη μπλεξίματα λόγω των αποκαλύψεων σου; «Έκανε μήνυση σε μένα και τον εκδότη μου για τους ισχυρισμούς πως πήρε χρήματα κάτω από το τραπέζι. Η νορβηγική ομοσπονδία ξεκίνησε έρευνα και βρήκαν πολλά αρνητικά πράγματα. Εκείνη την εποχή ο Χαλέν ήταν πρόεδρος της ομάδας. Παρόλα αυτά δεν υπήρξε δίκη και επήλθε συμβιβασμός». – Ποιο είναι το πιο διασκεδαστικό μέρος του βιβλίου; «Θα έλεγε πως όλο το βιβλίο είναι διασκεδαστικό γιατί περιγράφει όλα τα τρελά πράγματα που βίωσα όσο ήμουν ατζέντης. Σε πολύ κόσμο αρέσει η ιστορία με τον αθλητικό διευθυντή που είχε ανοικτή πόρτα στην τουαλέτα και έκανε την ανάγκη του όσο εμείς διαπραγματευόμασταν ένα συμβόλαιο, ή όταν πλημμύρισε ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι εξαιτίας μου αλλά και πολλές άλλες ιστορίες». – Για τους, κατά γενική ομολογία, κορυφαίους ατζέντηδες στον κόσμο, Ζόρζε Μέντες και Μίνο Ραϊόλα τι άποψη έχεις; «Νομίζω πως και οι δύο είναι φανταστικοί και πετυχημένοι τύποι. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις για αυτούς. Ξέρουν όμως τι είναι και ποια η δουλειά τους. Θέλουν το καλύτερο για τους παίκτες τους. Εύχομαι να είχα τα αρ…α τους, αν και νομίζω πως τα έχω αλλά θα σκότωνα για τις διασυνδέσεις τους. Αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη αξία σε έναν ατζέντη. Ζηλεύω αυτούς τους τύπους, τα έχουν καταφέρει. Τους τιμώ και τους δύο». – Ποια είναι η φιλοσοφία σου ως μάνατζερ; «Το πιο σημαντικό στη φιλοσοφία ενός ατζέντη είναι η εντιμότητα, τόσο στους συλλόγους, όσο και στους παίκτες. Πάντα να λένε στους συλλόγους τα ατού αλλά και τις αδυναμίες των ποδοσφαιριστών που εκπροσωπούν. ‘Ναι είναι φανταστικός και ταχύς στράικερ, αλλά το αμυντικό παιχνίδι του φτωχό και πως είναι τρελός αλλά σκοράρει πολλά γκολ’. Έχασα κάποιες συμφωνίες λόγω της εντιμότητας μου, αλλά μακροχρόνια απέκτησα καλή υστεροφημία, μολονότι ακόμη και σήμερα κάποιοι παίκτες μου δεν εκτιμούν την εντιμότητα μου». – Τελικά, πόσο διεφθαρμένος θεωρείς πως είναι το ποδόσφαιρο; «Είναι πολύ χειρότερα από ότι πιστεύει πολύς κόσμος, όμως ως παθιασμένος οπαδός του αθλήματος σε όλη την ζωή μου, νομίζω πως δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε όλες τις βρώμικες λεπτομέρειες. Αγαπάμε το ποδόσφαιρο και δεν θέλουμε να ξέρουμε πόσο σαπισμένο είναι από μέσα γιατί έτσι θα χάσουμε ένα μεγάλο κομμάτι από τις ζωές μας… Εμείς οι άνδρες χρειαζόμαστε την φανταστική και συγκινητική εμπειρία στο να είναι είσαι στο γήπεδο υποστηρίζοντας την ομάδα που αγαπάμε. Να τραγουδάμε και να κλαίμε με τα υπόλοιπα αδέλφια μας. Να κερδίζουμε και να χάνουμε μαζί. Είναι δυνατό, είναι όμορφο».