«Η Ελλάδα, την τελευταία διετία έχει επιλέξει έναν πολύ συγκεκριμένο δρόμο, της ενίσχυσης της θέσης της στον παγκόσμιο χώρο, της ανάπτυξης ισχυρών διεθνών συμμαχιών και, από την άλλη πλευρά, μιας ενεργούς διπλωματίας», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στο Naftemporiki TV.

Ανέφερε πως «έχουμε διαμορφώσει με την Τουρκία μια λειτουργική σχέση και υπάρχει ένας δομημένος διάλογος, ο οποίος συνεχίζεται».

Όπως υπενθύμισε, είχαμε τη συνεδρίαση του Πολιτικού Διαλόγου και τις συζητήσεις στη βάση της Θετικής Ατζέντας, άρα υπάρχουν δίαυλοι για να μην δημιουργούνται εντάσεις και κρίσεις και πρόσθεσε:

«Δεν έχουμε κάποια θεαματική εξέλιξη για τα μείζονα, δηλαδή για τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις οριοθετήσεις των θαλασσίων ζωνών, που θα ήταν το μεγάλο κεφάλαιο. Αλλά, από την άλλη πλευρά, ας μην ξεχνάμε πού βρισκόμασταν. Σήμερα έχουμε ελαχιστοποιήσει τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου, σχεδόν τις έχουμε μηδενίσει, όπως έχουμε μηδενίσει σχεδόν και τις μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία».

Αναφέρθηκε στα θαλάσσια πάρκα, αλλά και την προκήρυξη των οικοπέδων για εκμετάλλευση νοτίως της Κρήτης, «όπου είχαμε το ενδιαφέρον ενός αμερικανικού κολοσσού, διότι στο τέλος της ημέρας οι θαλάσσιες ζώνες αξιολογούνται και από την ίδια την αγορά».

Σημείωσε δε, πως οι αντιδράσεις από την Τουρκία και από τη Λιβύη ήταν αναμενόμενες και «ήταν κάτι το οποίο το σταθμίσαμε, το ζυγίσαμε και είδαμε ότι η Ελλάδα θα πρέπει πλέον να είναι στο τιμόνι».

Από τη μία πλευρά, επεσήμανε, «έχουμε καταφέρει να απομειώσουμε εντάσεις και εστίες κινδύνου, όπως είναι το μεταναστευτικό και οι παραβιάσεις, και από την άλλη ενισχύσαμε τη δική μας θέση σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, χωρίς να έχει υπάρξει απολύτως καμία παραχώρηση».

Επεσήμανε πως η διείσδυση της Τουρκίας στη Λιβύη έχει υπάρξει τα προηγούμενα χρόνια, με αποκορύφωμα την υπογραφή, το 2019, του τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο αποτέλεσε «μια σημαντική υπαναχώρηση στις σχέσεις μας με τη Λιβύη».

«Διαχείριση προσπάθησα να κάνω και εγώ την τελευταία διετία και, κατά την άποψή μου, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, αισθάνομαι ότι η διαχείριση ήταν ικανοποιητική», ανέφερε και πρόσθεσε: «Όλες αυτές τις δυσκολίες της Λιβύης, με την προϊούσα διείσδυση της Τουρκίας, με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο βεβαίως προηγείται της δικής μου θητείας, κάναμε μια ισόρροπη πολιτική μεταξύ των δύο πλευρών».

«Καταλαβαίνουμε ότι οι ενέργειες που κάναμε, και ιδίως ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός και η προκήρυξη, ενόχλησαν τη Λιβύη, εξ ου και υπήρξε η αποστολή των ρηματικών διακοινώσεων στον ΟΗΕ, οι οποίες βεβαίως ήταν πολύ προηγούμενες κατά χρόνο σε σχέση με τη δική μου επίσκεψη».

Σημείωσε ότι η Λιβύη σεβάστηκε την ελληνική μέση γραμμή, όταν προκήρυξε τα δικά της οικόπεδα, ενώ ο χάρτης, ο οποίος απεστάλη στον ΟΗΕ, εκφράζει μια μαξιμαλιστική θέση, η οποία έχει να κάνει με τα απώτατα όρια της δικής της υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ.

«Αυτό όμως, το οποίο στο τέλος της ημέρας κρίνει τα πράγματα, είναι το ίδιο το πεδίο. Στο πεδίο, λοιπόν, η Ελλάδα προκήρυξε τα οικόπεδα στην μέση γραμμή, κατά την δική μας αντίληψη και η Λιβύη, επίσης, χρησιμοποίησε την μέση γραμμή», ανέφερε. Ακόμη, επεσήμανε ότι μετά την επίσκεψή του έχουμε σημαντικότατη μείωση των μεταναστευτικών ροών και δεν έχει υπάρξει επικύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου.

«Έχουμε αναπτύξει τους διαύλους μας, δεν έχουμε υπαναχώρηση σε οποιαδήποτε θέση. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο βεβαίως υπάρχει, είναι άκυρο και ανυπόστατο, το λέμε διαρκώς. Εμείς έχουμε τη διάθεση να ξεκινήσουμε τεχνικές συζητήσεις με τη Λιβύη για τη δική μας οριοθέτηση».

Σημείωσε δε, ότι τον Haftar και τη δική του πλευρά ουδέποτε τους χάσαμε. «Σήμερα εγώ έχω άμεση επαφή και με τον ίδιο τον στρατάρχη Haftar και με τους τρεις γιους του, στους οποίους έχει κατανεμηθεί ένα σημαντικό μέρος της εξουσίας». Επίσης, πρόσθεσε ότι είχε άμεση επικοινωνία με τον πρόεδρο της Βουλής της Ανατολικής Λιβύης, από όπου θεωρητικώς θα περάσουν τα ζητήματα οριοθετήσεων, και άρα του τουρκολιβυκου μνημονίου.

Επεσήμανε πως «η Chevron είναι ένας σημαντικός παράγων, ο οποίος μπορεί να είναι μια ιδιωτική εταιρεία, αλλά καθίσταται και γεωπολιτικός παράγων. Πρόκειται για έναν ενεργειακό κολοσσό ο οποίος έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον και για τη Λιβύη. Εμείς δεν έχουμε καμία αντίρρηση να υπάρχει εκμετάλλευση και από την Λιβύη. Κάθε χώρα, η οποία βρέχεται από τη Μεσόγειο, έχει κυριαρχικά δικαιώματα. Εκείνο, το οποίο όμως λέμε, είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας απόλυτος σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων των υπολοίπων χωρών».

«Ένας ενεργειακός κολοσσός δύσκολα θα επενδύσει εάν δεν έχει σταθμίσει και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτήν την επένδυση. Και το γεγονός ότι η Chevron αυτή τη στιγμή αποδέχεται τον καθορισμό των οικοπέδων νοτίως της Κρήτης, αποτελεί μια ψήφο εμπιστοσύνης της αγοράς προς την ελληνική κυβέρνηση και προς την ελληνική πλευρά».

Αναφορικά με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας- Κύπρου, επεσήμανε ότι συνεχίζει να παράγεται από την ανάδοχο εταιρεία και «βεβαίως θα συνεχιστούν οι έρευνες. Η έρευνα και η υπόθεση του καλωδίου θα γίνει στον χρόνο που θα επιλεγεί. Είναι μια εξαιρετικά σύνθετη άσκηση. Είναι η μεγαλύτερη πόντιση επιφανειακού καλωδίου η οποία μπορεί να συντελεστεί».

Σημείωσε δε, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επανειλημμένως τονίσει τη σημασία του συγκεκριμένου ενεργειακού έργου, το οποίο πρωτίστως αφορά την άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου και άρα είναι ένα εθνικό ζήτημα.

«Άρα έχουμε την ΕΕ μαζί μας, έχουμε όλους τους ισχυρούς παίκτες. Εάν υπάρξει παρεμπόδιση, θα το αξιολογήσουμε. Η αίσθησή μου πάντως είναι ότι αυτή τη στιγμή είναι αδύνατον, αδιανόητο για τον οποιονδήποτε, ο οποίος επικαλείται το διεθνές δίκαιο, να προβεί σε τέτοια κίνηση παρεμπόδισης».

Αναφορικά με τη συμφωνία της Τουρκίας για τα Eurofighter, επεσήμανε ότι «βρισκόμαστε ακόμα σε ένα πάρα πολύ πρώιμο στάδιο.

Αυτή η παραγγελία θα πάρει πολλά χρόνια μέχρι να υλοποιηθεί. Είναι αυτονόητο ότι εμείς δεν μπορούμε να επιβάλουμε τον τρόπο με τον οποίο κάθε χώρα θα ασκήσει τα όποια δικαιώματά της που απορρέουν από τον αμυντικό της εξοπλισμό».

«Αυτό είναι κάτι το οποίο μας υπερβαίνει», τόνισε, αλλά πρόσθεσε τις εξής δύο επιφυλάξεις: «οποιοσδήποτε εξοπλισμός δίδεται σε μία χώρα η οποία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τα εθνικά συμφέροντα μιας συμμάχου χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, θα πρέπει ρητά να διασφαλίζεται ότι ο εξοπλισμός αυτός δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε βάρος της χώρας αυτής, και η αιρεσιμότητα αυτή να είναι αναστρέψιμη, δηλαδή να οδηγεί και στην αναστροφή της ίδιας της προμήθειας».

Σημείωσε δε ότι πρέπει να δούμε και τη μεγάλη εικόνα, το πού βρισκόμασταν το 2019 και πού βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με τους αμυντικούς εξοπλισμούς. Ανέφερε πως στην άμυνα, το 2019 βρισκόμασταν έξω από το πρόγραμμα F-35 και F-16, ενώ η Τουρκία ήταν μέσα στο πρόγραμμα F-35 για 100 μαχητικά πέμπτης γενιάς.

Σήμερα η Ελλάδα έχει την προμήθεια των 24 Rafale, έχει τις φρεγάτες Belharra, που θα προμηθευτεί, έχει ήδη προβεί στη μερική αναβάθμιση των F-16, ενώ η Τουρκία βρίσκεται εκτός όλων των προγραμμάτων.

«Η τελευταία εξαετία έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς σημαντικής ισχυροποίησης της ελληνικής αμυντικής ικανότητας και αυτό είναι κάτι το οποίο για εμάς είναι αδιαπραγμάτευτο».

Αναφορικά με τον κανονισμό SAFE, ένα κοινό εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – δυνητικά μπορεί να είναι οποιαδήποτε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο νόμος αυτός, όπως εξήγησε με βάση τις συνθήκες για τη λειτουργία της ΕΕ, όπως ερμηνεύτηκε, απαιτούσε απλώς μια ειδική πλειοψηφία. Άρα, δεδομένου του γεγονότος ότι μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος βρισκόταν πρακτικώς απέναντι σ’ αυτόν τον κανονισμό ήταν νομοτελειακό ότι θα περνούσε.

«Καταφέραμε ως ελληνική διπλωματία: πρώτον να περάσουμε μέσα στον κανονισμό να λαμβάνονται σε κάθε περίπτωση υπ΄όψιν τα εθνικά συμφέροντα των κρατών μελών. Και δεύτερον, ότι για να μπει μια χώρα εκτός ΕΕ θα πρέπει πριν να έχει υπογράψει μια συμφωνία διμερή με την ΕΕ. Άρα ενόσω δεν προβλεπόταν, δημιουργήσαμε ένα επιπλέον επίπεδο διαδικασίας, μια δικλείδα ασφαλείας που είναι αναγκαία προϋπόθεση για να μπει η Τουρκία και κάθε κράτος εκτός ΕΕ. Και σε αυτή την συμφωνία η Ελλάδα διατηρεί δικαίωμα βέτο» τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών.

Πηγή: ΑΠΕ