Συναντηθήκαμε με την Ευγενία Δημητροπούλου, με αφορμή την παράταση «Κοιμούνται τα ψάρια;», ένας συγκλονιστικός και βαθιά συναισθηματικός μονόλογος, στον οποίο ένα 10χρονο κορίτσι, η Γέτε αφηγείται με απλότητα και συχνές πινελιές χιούμορ, τη δική της τραγική απώλεια: τον θάνατο του μικρού της αδελφού.

Και μέσα από τη συζήτηση που είχαμε με την Ευγενία Δημητροπούλου, συνειδητοποίησα πως είναι από αυτές τις φορές που λες ότι ένας ρόλος είναι «κομμένος και ραμμένος» για έναν ηθοποιό. Και είναι τέτοια η φυσική γλυκύτητά της, που δεν μπορείς να φανταστείς κάποια άλλη ηθοποιό που θα μπορούσε να μπει στην ψυχοσύνθεση ενός 10χρονου κοριτσιού και να μεταφέρει τα συναισθήματά του, τόσο ως παιδί και κατόπιν ως ενήλικας.

Με την Ευγενία Δημητροπούλου μιλήσαμε για την παράσταση, για το πένθος και πώς ένα παιδί μπορεί να διαχειριστεί μια τέτοια μεγάλη απώλεια. Μιλήσαμε και για την ίδια ως μαμά και μας εξήγησε πώς απαντά η ίδια στην κόρη της, Εύα στις απορίες που έχουν τα παιδιά σε αυτή την ηλικία, γύρω από τον θάνατο και την απώλεια αγαπημένων προσώπων.

Ευγενία Δημητροπουλου

– Ξεκινάμε με την παράσταση, «Κοιμούνται τα ψάρια;». Μονόλογος και δύσκολος, γιατί είναι και το θέμα που πραγματεύεται δύσκολο. Είχες ξανακάνει μονόλογο;

Όχι, αυτή είναι η πρώτη φορά.

Πώς είναι;

Είναι ωραίο. Για να είμαι ειλικρινής, περίμενα ότι θα ένιωθα μεγάλη μοναξιά, αλλά τελικά δε νιώθω έτσι, γιατί για εμένα συμπαίκτης είναι το κοινό. Ακουμπάω πολύ πάνω του, τους μιλάω, τους λέω όλα όσα θέλω να πω στους ίδιους. Απλώς, δεν ξέρω κάθε φορά πώς θα είναι ο συμπαίκτης, πόσο διαφορετικός θα είναι: από την ενέργεια, μέχρι τις αντιδράσεις. Οπότε, δε νιώθω εντελώς μόνη.

– Σε έναν μονόλογο, φαντάζομαι για έναν ηθοποιό υπάρχει το άγχος, η αγωνία ότι είναι μόνος πάνω στη σκηνή κι εκτεθειμένος στο κοινό, αν συμβεί κάτι, όπως να πάθει αυτό που λένε, το «σεντόνι».

Ναι, πράγματι, αλλά δεν είναι τόσο αυτό το άγχος μου, όσο το να μεταδώσω σωστά την ιστορία. Να πω αυτά που θέλω να πω.

– Το «Κοιμούνται τα ψάρια;» είναι μια βαθιά συναισθηματική ιστορία. Και φαντάζομαι ότι αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο, όταν είσαι μόνη πάνω στη σκηνή.

Είναι, αλλά έχω να διηγηθώ την ιστορία της Γέτε, ένα κορίτσι που έχασε τον αδελφό της όταν ήταν μικρή κι έρχεται τώρα ως μεγάλη να το μοιραστεί όλο αυτό. Να διηγηθεί την ιστορία της, να δώσει τη δική της οπτική και να πει: «να, τα κατάφερα είμαι εδώ». Θεωρώ ότι είναι πολύ φωτεινό το ότι η Γέτε έρχεται να μοιραστεί όλα όσα έχει περάσει και ταυτόχρονα όλη αυτή η ιστορία έχει και πολύ χιούμορ, γιατί στην ουσία ο λόγος είναι γραμμένος για ένα δεκάχρονο παιδί και πώς έχει αντιμετωπίσει όλο αυτό, πώς θυμάται πράγματα, πώς σκέφτεται. Για εμένα, το έργο μιλάει για πολλά πράγματα, πέρα από την απώλεια και το πένθος. Δίνει μια οπτική στα πιο «αδικημένα» παιδιά, αυτά που δεν πάσχουν, γιατί φυσικά όλη η φροντίδα και προσοχή της οικογένειας πέφτει πάνω στο παιδί που πάσχει, όμως, τι γίνεται με το άλλο παιδί; Πόσο χώρο του δίνουν;

Ευγενία Δημητροπουλου

– Η Γέτε είναι το μεγαλύτερο από τα παιδιά;

Ναι, ναι. Αλλά ταυτόχρονα είναι αυτή που δεν έχουν πού να την αφήσουν όσο είναι άρρωστος ο αδελφός της και την πηγαίνουν στον θείο της. Επίσης, έχει να αντιμετωπίσει τα σχόλια στο σχολείο κι επειδή είναι γραμμένο από έναν Γερμανό, η αντιμετώπιση είναι λίγο πιο βόρεια, με την έννοια ότι το παιδί μπαίνει σε όλη τη διαδικασία. Εδώ, στη Μεσόγειο σε τέτοια θέματα, προστατεύουμε τα παιδιά. Οι βόρειοι τα βάζουν μέσα στο θέμα, η Γέτε στην προκειμένη περίπτωση συμμετέχει στο πρόβλημα υγείας του αδελφού της, και ίσως αυτό είναι λυτρωτικό.

– Πόσων χρόνων είναι όταν ο αδελφός της πεθαίνει;

Είναι εννιά. Αλλά, πάντα τον θυμάται άρρωστο.

– Είναι δύσκολο ως θέμα για ένα παιδί η διαχείριση του πένθους;

Είναι ένα θέμα, που εγώ προσωπικά δεν το έχω συναντήσει σε άλλο έργο. Και είναι ο τρόπος που το διαχειρίζεται και το γεγονός ότι βάζει μια 10χρονη να τα λέει όλα αυτά. Αν και παραστασιακά εγώ έρχομαι στο σήμερα να μοιραστώ την ιστορία, κατά τη διάρκεια της παράστασης δηλώνω ότι πηδάω σε αυτές τις ηλικίες. Ο λόγος είναι γραμμένος για ένα δεκάχρονο παιδί.

– Άρα, κατά κάποιο τρόπο υποδύεσαι ένα παιδί. Αυτό πώς είναι;

Ναι, βέβαια, δεν μπήκαμε ποτέ στη διαδικασία, να μιμηθούμε. Ο λόγος είναι τόσο καταλυτικός και τόσο έντονος και ταυτόχρονα τόσο αθώος. Εμένα δηλαδή αυτό που πραγματικά με συγκινεί στο κείμενο, είναι ότι είναι η πλευρά του παιδιού. Και αυτή η αισιοδοξία που έχουν τα παιδιά που πρέπει να πάνε παρακάτω τη ζωή -γιατί έτσι είναι η ζωή, η ζωή δεν σταματάει σε κάτι, πάει παρακάτω- αυτό εμένα με συγκινεί πάρα πολύ. Γι’ αυτό και νιώθω ότι φωτίζει ακριβώς αυτό: τα «αόρατα» παιδιά που βιώνουν κάτι, αλλά -και λογικό- όλη η προσοχή της οικογένειας πάει στο παιδί που πάσχει. Στην ουσία δίνουμε φωνή και σε αυτά τα παιδιά, το πώς το βιώνουν και πόσο δυνατά βγαίνουν μετά από αυτό. Οπότε δεν μιλάει μόνο για το πένθος και για τη διαχείριση του. Μιλάει για τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, για τις ισορροπίες, για το πώς το αντιμετωπίζουν οι γονείς, το άλλο παιδί και κατά πόσο καλείται να ωριμάσει σε τέτοιες περιπτώσεις και πώς αντιμετωπίζει το πένθος σε μία πολύ ευαίσθητη ηλικία.

Ευγενία Δημητροπουλου

– Αυτό δεν είναι και πολύ δύσκολο για ένα παιδί; Να ωριμάζει τόσο πρόωρα και τόσο απότομα και άγρια;

Ναι.

– Και μπορεί αυτό μπορεί να γυρίσει και μπούμερανγκ. Να μην καταφέρει το παιδάκι να διαχειριστεί την απώλεια, να μη μπορέσει να βρει τη δύναμη.

Ναι, αλλά νομίζω ότι τα παιδιά είναι πάρα πολύ ευπροσάρμοστα. Κι επειδή δεν μπορούν να το δουν από απόσταση, απλά βιώνουν τις καταστάσεις και μπαίνουν μέσα σε αυτό, νομίζω ότι πάνε όπως η ζωή: μπροστά.

– Είναι πιο δυνατά πιστεύεις τα παιδιά που εμάς τους ενήλικες;

Νομίζω ότι έχει να κάνει και με την ιδιοσυγκρασία του κάθε παιδιού. Δε νομίζω ότι είναι όλα τα παιδιά το ίδιο. Ωστόσο, νομίζω ότι έχουν έναν πιο αγνό τρόπο και δεν έχουν μεγαλώσει, ώστε να έχουν τα φίλτρα των μεγάλων. Απλά βιώνουν την κάθε κατάσταση και πάνε παρακάτω. Δεν μπορούν να σκεφτούν τι άλλο θα μπορούσε να γίνει.

– Εσένα τώρα κόρη σου, γιατί είναι τώρα και ηλικία αυτή που «ψάχνονται» με το θάνατο, έχει ξεκινήσει να σου εκφράζει απορίες γύρω από τον θάνατο και τον αποχωρισμό;

Ναι, γιατί νομίζω και γύρω από τα τέσσερα και μετά αρχίζουν και μπορούν να προσδιορίσουν καλύτερα τη ζωή μέσα από αυτό το κομμάτι. Και πάντα ρωτάνε και πάντα έχουν ανησυχίες και με άλλες μαμάδες που μιλάω, ρωτάνε διάφορα, τύπου: «αν γίνονται αστεράκι στον ουρανό» και όλα αυτά. Νομίζω ότι είναι ο τρόπος τους για να καταλάβουν καλύτερα τον κόσμο.

Ευγενία Δημητροπουλου

– Εσύ τώρα λόγω της παράστασης και την εμπειρίας σου μέσα από αυτή, μπορείς να την καθησυχάσεις καλύτερα, αν ενδεχομένως σου εκφράζει διάφορους φόβους γύρω από τον θάνατο;

Δεν μου έχει εκφράσει απαραίτητα φόβο. Σε σχέση με αυτό, περισσότερο ερωτήσεις μου κάνει ή μου λέει: «Δεν θέλω να συμβεί αυτό», «Δεν θέλω να πεθάνεις». Αυτό που νομίζω ότι το εκφράζουνε όλα τα παιδιά, σε όποια ηλικία και αν βρίσκονται. Εγώ έβρισκα απλώς μέσα στο κείμενο, πολλές ατάκες που έχω ακούσει, είτε από το δικό μου παιδί, είτε από τα παιδιά στον περίγυρο και πάρα πολλές φορές έλεγα ότι «αυτό μου το έχει ρωτήσει». Το καλοκαίρι με ρώτησε «αν όντως κοιμούνται τα ψάρια», γιατί κάναμε κάπου μπάνιο, είχαμε πάει πολύ αργά το απόγευμα και είχε πολλά ψαράκια, και μου λέει: «Κοιμούνται μαμά τα ψάρια», επειδή θεώρησε πως επειδή μείναμε πολλή ώρα, ότι θα έχουν πάει να κοιμηθούν, γιατί τότε έπεφτε ο ήλιος και συζητήσαμε πάνω σε αυτό, αν κοιμούνται τα ψάρια.

– Αλήθεια, γιατί η παράσταση έχει τίτλο «Κοιμούνται τα ψάρια;»

Είναι μια ερώτηση που διατρέχει το κείμενο. Είχαν κάνει δύο χρόνια πριν, διακοπές σε ένα φράγμα και η Γέτε είχε αναρωτηθεί, αν αυτό εμποδίζει τα ψαράκια να κοιμηθούνε. Βέβαια, μετά η απορία αυτή γίνεται εντελώς αλληγορική, ο ύπνος είναι ο θάνατος. Συζητάει πολύ με τον αδελφό της, αν όντως κοιμούνται τα ψάρια. Είναι στην πραγματικότητα, μια απλή παιδική ερώτηση, που κατόπιν παίρνει μια άλλη διάσταση.

– Δεν ξέρω αν έχεις κάποια προσωπική εμπειρία ή αν το έχεις στο μυαλό σου, αλλά εσύ πώς αντιμετωπίζεις την απώλεια;

Δεν έχω κάποια προσωπική εμπειρία, όμως, νομίζω ότι είναι κάτι που πρέπει να μαθαίνεις σιγά-σιγά να διαχειρίζεσαι. Ωστόσο, αυτό που με έχει απενοχοποιήσει, είναι πως το πένθος και η διαχείρισή του είναι για τον καθένα, διαφορετικό. Ο καθένας μπορεί να διαχειριστεί κάτι που του συμβαίνει με τον τρόπο που νομίζει ότι είναι ο κατάλληλος για τον ίδιο εκείνη τη στιγμή. Και νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό που κάνει το έργο, σαν να κάνει μια επαναφορά στον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα. Πολλές φορές, μέσα στην καθημερινότητα χανόμαστε στα μικροπροβλήματα μας και ξαφνικά έρχεται αυτό και σου λέει: «Είσαι εδώ, βλέπεις ένα έργο, μια παράσταση, είσαι εδώ». Μία κοπέλα θυμάμαι μου είπε ότι «βγήκα από το θέατρο και είδα ξαφνικά τον ίδιο δρόμο που είχα μπει, πιο φωτεινό, πιο ωραίο». Και για εμένα αυτό ήταν μια τεράστια ανταμοιβή, γιατί αν σε μία ώρα καταφέρουμε, έστω και λίγο να μετακινήσουμε τον τρόπο της σκέψης, για εμένα είναι πολύ σπουδαίο.

– Και αυτή είναι η ωραία πλευρά του θεάτρου.

Ναι, ναι. Και όλο αυτό μου αρέσει που το περνάμε μαζί με τους θεατές.

Ευγενία Δημητροπουλου

– Ρίχνεις ματιές να δεις από κάτω αντιδράσεις του κοινού; Αν βλέπεις δακρυσμένα μάτια πώς νιώθεις;

Μέχρι στιγμής συμβαίνει σε κάθε παράσταση. Νομίζω ότι είναι λυτρωτικό πολλές φορές και για εμένα την ίδια, γιατί κι εγώ βρίσκω πάρα πολλά κομμάτια της ζωής μου μέσα σε αυτή την ιστορία. Μπορεί να μην έχω βιώσει κάτι αντίστοιχο με τη Γέτε, ωστόσο βρίσκω ακόμα και ατάκες, είτε δικές μου, είτε ανθρώπων που αναγνωρίζω.

– Στο μυαλό μου, ο μονόλογος είναι κάτι σαν ρίσκο: ή που θα σε αναδείξει ή που θα σε «κάψει».

Δουλέψαμε εξαιρετικά με τη Ζωή Ξανθοπούλου. Έχει έναν τρόπο να σου ξεκλειδώνει πράγματα, χωρίς να το καταλαβαίνεις και ταυτόχρονα σου αφήνει μια τρομερή ελευθερία. Μου έλεγε συνεχώς «Ευγενία ο μονόλογος είναι ο ηθοποιός. Εγώ θέλω να νιώθεις πάρα πολύ καλά σε αυτό». Για παράδειγμα, χρησιμοποιώ αρκετά σκηνικά αντικείμενα στην παράσταση, τα οποία είναι σχεδόν όλα παιχνίδια της Εύας, της κόρης μου. Τα έφερνα στις πρόβες για να δουλέψουμε και τελικά τα κρατήσαμε, αφού πρώτα πήραμε την άδειά της. Η Ζωή στήνει έναν κόσμο κι ένα σύμπαν που είναι πάρα πολύ βοηθητικός και για τον ηθοποιό, οπότε δεν ένιωσα ανασφάλεια σε όλη αυτή τη διαδρομή.

– Αλλά έχεις και τον «Μάρτυρα Κατηγορίας» που εκεί είστε πολύς κόσμος. Δύο εντελώς διαφορετικές παραστάσεις.

Ναι, όντως. Αυτός είναι και ο μαγικός κόσμος του θεάτρου, που ξαφνικά βγαίνεις από τον ένα ρόλο στον άλλο, είναι πολύ γοητευτικό. Ο «Μάρτυρας Κατηγορίας» είναι μια παράσταση που κάνουμε τρίτη χρονιά, έχουμε δουλέψει εξαιρετικά με όλους τους συντελεστές. Είναι ένα έργο που το έχουμε αγαπήσει πολύ και ο κόσμος το αγαπάει πάρα πολύ. Πλέον, το νιώθω σαν το σπίτι μου, είμαστε όλοι μια παρέα.

– Τι είναι για εσένα το θέατρο;

Πάρα πολλά πράγματα. Κάνω πια αυτή τη δουλειά αρκετά χρόνια και είναι κάτι που αγαπώ πάρα πολύ και νιώθω ότι με έχει εξελίσσει. Αισθάνομαι και πολύ τυχερή που έχω συναντηθεί με πολύ ωραίους ανθρώπους: σκηνοθέτες, συναδέλφους, δημιουργούς. Το θέατρο είναι κάτι το οποίο με απελευθερώνει, με αφήνει να είμαι δημιουργική, να εκφράζομαι.

Ευγενία Δημητροπουλου

– Είναι και ένα είδος ψυχοθεραπείας;

Βρίσκεις κομμάτια σίγουρα του εαυτού σου, αλλά δεν θεωρώ ότι πρέπει να ψυχαναλύεσαι μέσα από το θέατρο. Σίγουρα το γεγονός ότι κάθε φορά που καλείσαι να μπεις στην ψυχοσύνθεση ενός άλλου ανθρώπου, ψάχνεις για τον χαρακτήρα που θα υποδυθείς, ανακαλύπτεις πράγματα και για τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό είναι ένα κομμάτι που μου αρέσει, να ακούσω, δηλαδή, τη δική σου ιστορία, γιατί στην ουσία κι εμείς ιστορίες λέμε. Και θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος έχει να διηγηθεί ωραίες ιστορίες, αρκεί να σκύψει με αγάπη και να τις ακούσει.

– Γενικά είσαι τύπος που ακούει; Είσαι αυτή στην παρέα αυτή που θα έρθουν να σου πούνε πράγματα που τους απασχολούν;

Ναι, νομίζω ότι ακούω. Και μου αρέσει να ακούω τους άλλους.

– Η τηλεόραση σού αρέσει; Έχεις πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες, όπως το «Νησί».

Μου αρέσει πάρα πολύ η τηλεόραση. Έχει πάει καλά, έχουμε κάνει ωραίες δουλειές. Νιώθω πολύ ευγνώμων γι’ αυτό και ταυτόχρονα επειδή έχω μεγαλώσει στην επαρχία, νιώθω ότι η τηλεόραση είναι ο τρόπος να μπεις στα σπίτια και να κάνεις παρέα σε ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση να έρθουν στο θέατρο. Αυτό εμένα με συγκινεί πάρα πολύ και αντιμετωπίζω με εξίσου μεγάλο σεβασμό την τηλεόραση, γιατί σκέφτομαι ότι κάποιος σε ένα χωριό που είναι μόνος του ή ακόμα και σε ένα νοσοκομείο, εσύ μέσα από την τηλεόραση, θα του κρατήσεις παρέα για μια ώρα, θα του χαρίσεις ένα ευχάριστο διάλειμμα.

– Κι έτσι πρέπει να είναι κανονικά η τηλεόραση, συντροφιά για τον κόσμο. Βέβαια, έχει και το άλλο κομμάτι, αυτό της δημοσιότητας. Εσύ πώς την αντιμετωπίζεις, είχε θέματα στο το πώς να διαχειριστείς αυτό το κομμάτι;

Όχι, δεν αντιμετώπισα κάτι.

– Η αλήθεια είναι πως είσαι από τις χαμηλών τόνων ηθοποιός, δεν απασχολείς γενικότερα.

Θεωρώ ότι είναι απλά ένα κομμάτι που έρχεται μαζί με τη δουλειά. Όταν απευθύνεσαι σε πολύ κόσμο, μοιραία κάποιοι θα σε αναγνωρίσουν στον δρόμο, χωρίς να το θεωρώ πάντα δεδομένο. Μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι. Δεν αντιμετωπίζω το κομμάτι της δημοσιότητας ως κάτι διαφορετικό, ούτε ως κάτι σπουδαίο.

Ευγενία Δημητροπουλου

Με τα social media ασχολείσαι;

Τόσο, όσο. Δεν είμαι πάρα πολύ τυπική και τακτική, δεν ξέρω ακριβώς όλα τα μυστικά τους. Είμαι πάρα πολύ αυθόρμητη, μπορεί να ανεβάσω κάτι που με απασχολεί, μπορεί και όχι. Δεν είμαι συνεπής.

– Στην Εύα τής δίνεις το κινητό να μπαίνει να χαζεύει;

Είναι πολύ μικρή, μπορεί να δει λίγο κάποιο βιντεάκι, κάποιο τραγουδάκι. Δεν θα κρίνω, όμως, κανέναν γονιό που δίνει στα παιδιά του το τάμπλετ ή το κινητό. Ο καθένας νομίζω ότι κάνει το καλύτερο για τα παιδιά του.

– Υπάρχει κάτι που σε αγχώνει ως μαμά;

Διάφορα πράγματα, αλλά προσπαθώ να τα αντιμετωπίζω, προσπαθώ να μην σκέφτομαι τι θα γίνει στα 12 ή στα 17 της. Προσπαθώ να κάνω το καλύτερο για το παιδί. Νομίζω ότι σε σχέση με τους γονείς μας έχουμε μεγαλύτερες αγωνίες και ανασφάλειες. Επειδή έχω μεγαλώσει στην επαρχία, θυμάμαι πως πρέπει να ήμουν δευτέρα ή τρίτη δημοτικού κι επειδή δεν μέναμε στο κέντρο της πόλης, έπαιρνα το αστικό λεωφορείο, κατέβαινα στο κέντρο, περπατούσα, πήγαινα στο ωδείο και μετά έπαιρνα ξανά το αστικό λεωφορείο και γυρνούσα στο σπίτι, το οποίο τώρα μου φαίνεται τρέλα. Ίσως έχουν αλλάξει και οι εποχές, είμαστε σίγουρα πολύ πιο φοβισμένοι, αλλά είναι και οι εποχές πολύ πιο άγριες.

Λίγα λόγια για την παράσταση

Στο έργο του Raschke η δεκάχρονη Γέτε αφηγείται με απλότητα και συχνές πινελιές χιούμορ – έχει πολύ χαμόγελο αυτό το έργο, άλλοτε πικρό κι άλλοτε λυτρωτικό – τη δική της απώλεια. Δεν κρύβει τίποτα, δεν φοβάται τις λέξεις, δεν φοβάται τις εικόνες. Μαζί της αντικρίζουμε κι εμείς τη φευγαλέα σκιά αυτού που μας στοιχειώνει και τελικά απρόσμενα μας λυτρώνει.

Το θέμα του έργου θα μπορούσε εύκολα να προσδιοριστεί ως «διαχείριση πένθους», αλλά είναι πολύ περισσότερα από αυτό: είναι μια παιδική, αθώα, κλεφτή ματιά στην τραγικότητα της ανθρώπινης συνθήκης, στο άδηλο «μετά», στην οδυνηρή συμφιλίωση με την απώλεια. Η ιστορία και η γραφή του Raschke ανοίγει έναν θεραπευτικό δρόμο για την ανακούφιση του πόνου, την ελπίδα, τη σημασία της μνήμης, αλλά και της αδελφικής αγάπης.

Μετάφραση: Κατερίνα Θεοδωράτου
Σκηνοθεσία: Ζωή Ξανθοπούλου
Ερμηνεία: Ευγενία Δημητροπούλου
Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
Φωτογραφίες: Σπύρος Περδίου

Παραστάσεις: κάθε Τετάρτη στις 18:15
Διάρκεια: 65’
Προπώληση: More.com

Θέατρο Σταθμός
Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο Αθήνα (πλησίον του ΜΕΤΡΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ)
Τηλέφωνο κρατήσεων | πληροφορίες: 210 52 30 267