Πόσο αξίζει άραγε η ανθρώπινη ζωή; Και πόσος σαδιστικός, σχεδόν ηδονοβλεπτικός, μπορεί να γίνει ο θάνατος;

Σε αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα αποπειράται να απαντήσει το «13 Τζαμέτι» (2005), μια ταινία-έκπληξη που ξεκινά σαν κλασικό φιλμ νουάρ, έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού δράματος, σύντομα όμως εξελίσσεται σε ένα χιτσκοκικό παιχνίδι σασπένς, πριν κλιμακωθεί σε μια δράση καταιγιστική που δεν σε αφήνει να σκεφτείς. Γιατί, ακριβώς, δεν θέλει να σκεφτείς.

Η ταινία ακολουθεί την περιπέτεια ενός εικοσάχρονου γεωργιανού μετανάστη στη Γαλλία, ενός φτωχοδιάβολου που κλέβει την ταυτότητα ενός νεκρού ναρκομανούς για να αναλάβει μια μυστηριώδη δουλειά με εύκολο παραδάκι. Μόνο που θα βρεθεί εν αγνοία του σε ένα μεγαλοαστικό παιχνίδι θανάτου, μια ομαδική ρώσικη ρουλέτα των απελπισμένων για την τέρψη και τον τζόγο των ισχυρών μαφιόζων του υποκόσμου.

tzammamettiiisrer2

Κι αν η γλώσσα και το περιβάλλον της ταινίας είναι γαλλικά, όλα τα άλλα είναι εξόχως ανατολικοευρωπαϊκά. Το «13» δεν είναι παρά μια ηλεκτρισμένη παραβολή πάνω στα περίεργα παιχνίδια που παίζει η τύχη, μόνο που ο Γκέλα Μπαμπλουανί επιχειρεί να μας μιλήσει και για κάτι άλλο: την ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής.

Και το κάνει με μια απίστευτης έντασης αγωνία, αλλά και με την παγερή ψυχραιμία του πραγματικού εφιάλτη. Νευρώδης αφήγηση, σκοτάδια -τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και φωτογραφίας-, κλειστοφοβική αίσθηση και μια συνεχώς κλιμακούμενη ιστορία σε οδηγούν σε μέρη που, όπως ομολογείς, δεν ήθελες ποτέ να πας.

Ένας εργατάκος μετανάστης μπλέκεται σε μια κατάσταση που προφανώς τον ξεπερνά, με αινιγματικούς φακέλους, αλλεπάλληλα ανώνυμα τηλεφωνήματα και οδηγίες αφημένες σε σιδηροδρομικούς σταθμούς που θυμίζουν το χιτσκοκικό «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» (1959), μη γελιέστε όμως, ποτέ του δεν αντιμετώπισε κάτι αντίστοιχο ο Κάρι Γκραντ. Είναι σαν να κλείνει πίσω σου μια πόρτα και να σε αιχμαλωτίζει, τόσο τον πρωταγωνιστή όσο και σένα, τον θεατή, σε ένα σύμπαν απ’ όπου διέξοδος δεν υπάρχει, χάσεις κερδίσεις. Ακόμα και η γλώσσα περιττεύει, γι’ αυτό και σπανίως επιστρατεύονται οι λέξεις να μεταφέρουν οποιοδήποτε νόημα.

tzammamettiiisrer3

Ο 26χρονος γεωργιανός σκηνοθέτης Μπαμπλουανί σιγοντάρει τη σεναριακή ένταση με αυστηρό στιλιζαρισμένο πλανάρισμα και μια ασπρόμαυρη αισθητική, δίνοντας στο εντυπωσιακό ντεμπούτο του έναν μετρημένο μεν, ζωηρό δε ρυθμό που κάνει τη θανάσιμη δοκιμασία του νεαρού οικοδόμου του να είναι ταυτοχρόνως εντός και εκτός ελέγχου.

Είναι μια ιστορία τζόγου, είναι μια κλεφτή ματιά στην τυραννία της τύχης, είναι όμως και μια αλληγορία για την ίδια τη ζωή και τις δικές της δοκιμασίες. Μας μιλά όμως και για κάτι ακόμα, εξίσου σημαντικό: τη ζήλια, την οντολογική αυτή ζήλια των μεσόκοπων για τους νεαρούς. Σε όλους κάνει εντύπωση πώς στη ρώσικη αυτή ρουλέτα με τα κατακάθια, τους απόκληρους και τους καταφρονεμένους έχει μπλεχτεί κι ένα 22χρονο αγόρι με αγγελικό πρόσωπο -ο αδελφός του σκηνοθέτη, Ζορζ- που έχει όλη τη ζωή μπροστά του.

Ο Μπαμπλουανί δεν φτιάχνει απλώς ένα αμείλικτο θρίλερ, εξυφαίνει μια αφήγηση που σου υποβάλλει την αίσθηση του μάταιου. Θύτες υπάρχουν, θύματα όμως; Είσαι θύμα όταν ξέρεις πού μπλέκεις; Εσύ, από την άλλη, ξέρεις ότι ο παίκτης του θα χάσει, είτε βγει ζωντανός είτε νεκρός από την ομαδική ρώσικη ρουλέτα, μιας και πάντα χάνεις όταν πας να τα βάλεις με καταστάσεις που δεν είναι για τα δόντια σου. Μια αίσθηση που επιτείνει με τη στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία, τη μονοχρωματική φωτογραφία κι αυτά τα κοντινά, σχεδόν λάγνα, πλάνα στα πρόσωπα με τη μαεστρία του πορτρετίστα.

tzammamettiiisrer1

Ακόμα και η διάσταση στον ρυθμό της ταινίας, το χαλαρό και άνευρο πρώτο μέρος -που θυμίζει ιταλικό νεορεαλισμό- και η καταιγιστική δράση του δεύτερου, από αυτό το χαρακτηριστικό χωρίζονται: τη μοίρα, το πεπρωμένο που χτυπά αλύπητα και μεταμφιέζεται σε ευκαιρία. Αν ψάχνεις παζάρεμα αλά Φάουστ, τότε να είσαι έτοιμος να απωλέσεις οριστικά τον έλεγχο της κατάστασης, ακούμε τον Μπαμπλουανί να μας λέει συνωμοτικά.

Είναι ακριβώς το είδος του φιλμ που θα είχε κάνει τον Ζαν-Πιερ Μελβίλ και τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ του «Φιλιού του δολοφόνου» (1955) να ζηλέψουν, κάνοντας ακόμα και το εμβληματικό «Fight Club» του Φίντσερ να μοιάζει βόλτα στην παιδική χαρά. Βραβεία στη Βενετία και το Σάντανς για την ταινία που τρέλανε κριτικούς και κοινό με την αβάσταχτη ελαφρότητα του τι είναι τελικά η ζωή.

Γιατί να το δεις: Γιατί το νοσηρά αναπόδραστο αυτό παιχνίδι θανάτου θα σε συνεπάρει και θα σε συγκλονίσει όντας μια εξόχως ευρωπαϊκή ταινία. Και θα το κάνει χωρίς φιλοσοφίες και ηθοπλαστικά μαθήματα, παρά ωμά, αδιαμεσολάβητα και διεισδυτικά. Ο πιτσιρικάς είναι απλώς ο αριθμός «13» σε αυτή τη διεστραμμένη ρώσικη ρουλέτα, όπως αντίστοιχα ένας απλός αριθμός κοινωνικής ασφάλισης ήταν και στη ζωή…

tzammamettiiisrer4

«13 Τζαμέτι»

Παραγωγή: Γαλλία-Γεωργία (Palm Pictures)

Σκηνοθεσία: Γκέλα Μπαμπλουανί

Πρωταγωνιστούν: Ζορζ Μπαμπλουανί, Aurélien Recoing, Pascal Bongard, Fred Ulysse, Nicolas Pignon, Vania Vilers, Philippe Passon, Jean François Godon