Σημαντική αύξηση του δείκτη καταναλωτικού κλίματος της Ευρώπης διαπιστώνει μελέτη της GfK Consumer Climate Europe για το δεύτερο τρίμηνο του 2016.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, «κατά το δεύτερο τρίμηνο, στα ΜΜΕ κυριάρχησαν, κυρίως, θέματα για συγκεκριμένες χώρες. Ως αποτέλεσμα, οι δείκτες οικονομικών και εισοδηματικών προσδοκιών, καθώς και πρόθεσης αγορών στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ποικίλλουν. Σε γενικές γραμμές, όμως, το καταναλωτικό κλίμα για την Ευρώπη των 28 παρουσίασε σημαντική αύξηση μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2016. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε κατά 4,1 μονάδες, φτάνοντας τις 13,1 μονάδες».

Τον Ιούνιο, όπως αναφέρεται στη μελέτη, στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης βρέθηκε το βρετανικό δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. «Η απόφαση των Βρετανών δεν έχει επηρεάσει ακόμα την παρούσα έρευνα, λόγω του ότι είχε ήδη ολοκληρωθεί πριν τις 23 Ιουνίου, δηλαδή την ημερομηνία του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, η αβεβαιότητα που επικρατεί, αυτήν τη στιγμή, στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αναμένεται να επηρεάσει τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Ο βαθμός στον οποίο θα επηρεάσει η απόφαση αυτή το καταναλωτικό κλίμα σε κάθε χώρα κατά τους επόμενους μήνες, εξαρτάται, επίσης, από το μέγεθος των δημοσιονομικών επιπτώσεων, από το πώς θα εξελιχθούν οι συζητήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το πώς οικονομικά επηρεάζει την κάθε χώρα το Brexit», επισημαίνεται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, «λόγω του ότι στα ευρωπαϊκά κράτη, τους τελευταίους τρεις μήνες, κυριαρχούν, κυρίως, θέματα που αφορούν μεμονωμένα κάθε χώρα (οι εκλογές στην Αυστρία και την Ισπανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οι διαπραγματεύσεις σχετικά με νέες πληρωμές της Ε.Ε. προς την Ελλάδα, η προσφυγική κρίση στην Ιταλία, κ.λπ.), οι δείκτες καταναλωτικού κλίματος παρουσιάζουν πολύ διαφορετική εικόνα. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος για την Ευρώπη των 28 παρουσίασε σημαντική αύξηση μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2016. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε κατά 4,1 μονάδες, φτάνοντας τις 13,1 μονάδες. Αυτή είναι η υψηλότερη τιμή από τον Μάρτιο του 2008 (16,8 μονάδες)».

«Οι Έλληνες δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα επακόλουθα της οικονομικής κρίσης. Σήμερα, δεν υπάρχει κάποιο ίχνος ελπίδας, όπως διαφαίνονταν πέρυσι. Από τον περασμένο Ιούνιο, οι οικονομικές προσδοκίες μειώθηκαν σχεδόν 35 μονάδες. Παρόλο που ο δείκτης αυξήθηκε κατά 5,8 μονάδες κατά το δεύτερο τρίμηνο, αγγίζοντας τις -44,8 μονάδες, η κατάσταση δεν φαίνεται ιδιαίτερα θετική. Τον Μάιο, ο δείκτης υποχώρησε στη χαμηλότερη του τιμή από τον Φεβρουάριο του 2012, αγγίζοντας τις -51,6 μονάδες», προστίθεται.

Επίσης, στη μελέτη σημειώνεται ότι παρόμοια είναι η εικόνα για τις εισοδηματικές προσδοκίες. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζονται τα εξής: «Ο δείκτης παρουσίασε οριακή αύξηση μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου (+0,8 μονάδες), φτάνοντας στις -44,4 μονάδες. Τον Μάιο, ο δείκτης μειώθηκε, επίσης, στο χαμηλότερό του επίπεδο από τον Αύγουστο του 2013, φτάνοντας τις -48,9 μονάδες. Κατά τη διάρκεια του έτους, οι απώλειες που παρουσίασε ήταν παρόμοιες με αυτές των οικονομικών προσδοκιών (-31,8 μονάδες).

Ως αποτέλεσμα, η τάση για αγορές παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Ο δείκτης υποχώρησε κατά 7,4 μονάδες, κατά το δεύτερο τρίμηνο, στις -45 μονάδες – αυτό είναι και το χαμηλότερό του επίπεδο από τον Αύγουστο του 2012 (-51,8 μονάδες). Από τον Ιούνιο του 2015, παρουσίασε απώλειες της τάξεως των 27,5 μονάδων. Ως εκ τούτου, οι Έλληνες δυσκολεύονται ακόμα και να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες».