Ο Henrik Lenkeit βρέθηκε το 2024 μπροστά σε μια τυχαία αλλά συγκλονιστική ανακάλυψη, η οποία, όπως ο ίδιος αναφέρει, άλλαξε ριζικά τη ζωή του. Σε ηλικία 47 ετών πληροφορήθηκε ότι βιολογικός του παππούς ήταν ο Χάινριχ Χίμλερ, ο ισχυρός αρχηγός των SS και μία από τις κεντρικές μορφές της ναζιστικής εξόντωσης των Εβραίων στην Ευρώπη.
Η αλήθεια αυτή δεν αποκαλύφθηκε μέσα από κάποια οικογενειακή εξομολόγηση, αλλά προέκυψε από μια απλή διαδικτυακή αναζήτηση, την οποία έκανε αφού παρακολούθησε διαδικτυακά ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τους Ναζί.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει το Sky News σε σχετικό αφιέρωμα, ο Lenkeit εξηγεί πως η αφετηρία όλων ήταν η παρακολούθηση ενός διαδικτυακού ντοκιμαντέρ για τους Ναζί. Με την επιθυμία να εμβαθύνει στο θέμα, προχώρησε σε περαιτέρω αναζητήσεις στο ίντερνετ. Όπως περιγράφει, σε μία από τις ιστοσελίδες αντίκρισε ξαφνικά τη φωτογραφία της γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του, Hedwig Potthast. Εκείνο που τον συγκλόνισε ήταν η λεζάντα που τη συνόδευε, η οποία ανέφερε: «ερωμένη του Χίμλερ».
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, όπως ο ίδιος αναφέρει, άρχισε να αποκαλύπτεται μια άγνωστη μέχρι τότε πτυχή της ιστορίας του. Η συνέχιση της έρευνάς του, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο Χίμλερ ήταν ο βιολογικός πατέρας της μητέρας του και, κατά συνέπεια, ο παππούς του.

Η «Mutti» και ο έρωτας με το τέρας
Ανοίγει ένα παλιό άλμπουμ φωτογραφιών. Η Χέντβιχ Πότχατστ το 1935 είναι νέα, σχεδόν ανέμελη. Μέχρι το 1938, εκείνη και ο Χίμλερ είχαν ήδη παραδεχτεί τον έρωτά τους.
Γνωρίστηκαν στο διαβόητο αρχηγείο της μυστικής αστυνομίας στο Βερολίνο, όπου εκείνη εργαζόταν ως ιδιωτική γραμματέας του. Η σχέση ξεκίνησε γρήγορα.
«Τη φώναζα “Mutti”», λέει ο Χένρικ — μια λέξη γεμάτη τρυφερότητα. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν η σύντροφος ενός μαζικού δολοφόνου». Σήμερα, όμως, είναι κατηγορηματικός: «Ήξερε. Νομίζω ότι ήξερε τα πάντα».
Έχει ακούσει μάλιστα πως όχι μόνο δεν αγνοούσε τα εγκλήματα, αλλά ενθάρρυνε τον Χίμλερ να επισπεύσει το έργο του.

Κατά τη συνέντευξή του στο Sky News, ο Lenkeit μίλησε για τον Χίμλερ χωρίς καμία πρόθεση ωραιοποίησης. Τον χαρακτήρισε «κακό τέρας, δολοφόνο, Ναζί», σημειώνοντας ότι οι λέξεις αυτές μοιάζουν υπερβολικές μόνο έως ότου γίνει σαφές για ποιο πρόσωπο πρόκειται. Όταν ερωτήθηκε πώς μπορεί κάποιος να διαχειριστεί τη συγγένεια με «έναν από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της Ιστορίας», η απάντησή του είναι σύντομη και απόλυτη: «Δεν το διαχειρίζεσαι».
Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε, άρχισαν να τον κατακλύζουν διαδοχικά ερωτήματα γύρω από την ταυτότητά του και τη σιωπή της οικογένειάς του. «Ποιος είμαι; Ποιος ήμουν; Γιατί μου έκρυβαν την αλήθεια επί 47 χρόνια;» αναρωτιόταν, προσθέτοντας πως «ύστερα από σαράντα επτά χρόνια, η ζωή μου έμοιαζε με ένα ψέμα». Αν και δεν έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση για τους λόγους της απόκρυψης, εκτίμησε ότι οι γονείς του επέλεξαν να τον προστατεύσουν από το βάρος αυτής της αλήθειας.