Η απόφαση της Άγκυρας να ακυρώσει την προγραμματισμένη συνάντηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, δεν αποτέλεσε απλώς μια τρόπον τινά διπλωματική αβλεψία. Αντιθέτως, αποκάλυψε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως οι δίαυλοι επικοινωνίας στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο έχουν ουσιαστικά παγώσει εδώ και μήνες, αφήνοντας τις δύο χώρες να ανταλλάσσουν αιχμηρές δηλώσεις μόνο μέσω δημοσίων τοποθετήσεων.

Η ματαίωση της πολυαναμενόμενης επαφής των δύο ηγετών φανερώνει πλέον ξεκάθαρα το αδιέξοδο στον διάλογο Αθήνας – Άγκυρας. Το γεγονός ότι ο διάλογος σε ανώτατο επίπεδο δεν υφίσταται αυτή τη στιγμή εγκυμονεί τον κίνδυνο να εισέλθουμε σε μια νέα περίοδο έντασης, όπως εκτιμά η Αθήνα. Κάθε νέα κίνηση της Ελλάδας για την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων θα αντιμετωπίζεται πλέον από την Άγκυρα με μεγαλύτερη καχυποψία και πιο ανοικτές αντιδράσεις που θα απαιτούν μεγαλύτερη ψυχραιμία ως προς την αντιμετώπισή τους.

Η εικόνα που επικρατεί σήμερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, απέχει πολύ από το κλίμα που υπήρχε πριν από έναν χρόνο. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2024, πάλι στη Νέα Υόρκη, οι δύο ηγέτες είχαν συναντηθεί κανονικά και είχαν δώσει εντολή στους υπουργούς Εξωτερικών τους, Γιώργο Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν, να εξετάσουν τη δυνατότητα έναρξης ενός διαλόγου για τις θαλάσσιες ζώνες. Μητσοτάκης και Ερντογάν είχαν συναντηθεί επίσης και νωρίτερα το ίδιο έτος, αφού τα είχαν πει τόσο στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ τον περσινό Ιούλιο, ενώ δύο μήνες νωρίτερα ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε επισκεφθεί επισήμως την Άγκυρα.

Φέτος, είχαμε μονάχα δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες των δύο ανδρών, με αφορμή… τα γενέθλιά τους (ο Ταγίπ Ερντογάν έχει γεννηθεί 26 Φεβρουαρίου του 1954 και ο Κυριάκος Μητσοτάκης 4 Μαρτίου του 1968) καθώς επίσης και μια σύντομη χειραψία στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Χάγη. Όλα αυτά έδιναν την εντύπωση ότι, έστω με δυσκολίες, η διαδικασία του ελληνοτουρκικού διαλόγου παρέμενε ζωντανή. Μάλιστα από τον περασμένο Μάιο σταμάτησαν και οι συναντήσεις Γεραπετρίτη – Φιντάν. Παρά τις ευκαιρίες που υπήρξαν σε Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., δεν υπήρξε κανένα επίσημο ραντεβού μεταξύ τους, ούτε ανακοινώθηκε κάποια τηλεφωνική επικοινωνία. Αντιθέτως ο Τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν είχε επιτεθεί λεκτικά στον Έλληνα υπουργό Άμυνας Νίκο Δένδια, με τον Γεραπετρίτη να απαντά σε έντονο ύφος ότι «η Ελλάδα δεν δέχεται υποδείξεις». Θυμίζουμε πως ο υπουργός της γείτονος είχε κάνει λόγο στα τέλη Αυγούστου για ύπαρξη ελληνικού αντιτουρκικού συναισθήματος που ανοίγει την πόρτα «σε κρίσεις που μπορούν να δημιουργήσουν γεωστρατηγικό κόστος», προσθέτοντας: πως «Τους συμβουλεύω να σταματήσουν το αντιτουρκικό αίσθημα. Αυτός ο φόβος δεν τους ωφελεί. Τους οδηγεί σε πανικό. Όταν έχουν ένα μπελά, πάντα προκύπτει μια δήλωση του Δένδια».

Η Αθήνα επιμένει ότι επιθυμεί να συνεχιστεί ο διάλογος

Επισήμως, η Αθήνα επιμένει ότι επιθυμεί να συνεχιστεί ο διάλογος. Όμως η πραγματικότητα δείχνει το αντίθετο: η Τουρκία, δείχνει να μην ενδιαφέρεται αντιλαμβανόμενη προφανώς ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να συζητήσει με τους όρους που θέτει η Άγκυρα. Έκτοτε, κάθε ελληνική πρωτοβουλία που αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματα αντιμετωπίζεται με έντονες αντιδράσεις.

Η τουρκική πλευρά ενοχλείται τους τελευταίους μήνες πρωτίστως από τον σχεδιασμό θαλάσσιων πάρκων, από την παραχώρηση οικοπέδων νοτίως της Κρήτης σε αμερικανικούς ενεργειακούς κολοσσούς όπως η Chevron, και από τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η παρεμπόδιση της πόντισης του καλωδίου GSI, αλλά και η ακραία απαίτηση που διατύπωσε ο ίδιος ο Ερντογάν από το βήμα του ΟΗΕ, ότι η Τουρκία πρέπει να έχει λόγο σε όλα τα έργα της Ανατολικής Μεσογείου. Τέλος, ο Τούρκος πρόεδρος δεν θέλει να βρεθεί σε μια συνάντηση όπου ο Μητσοτάκης θα του ζητήσει την άρση του casus belli, δηλαδή της απειλής πολέμου που η Άγκυρα διατηρεί από το 1995, κάτι το οποίο επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών. Στη Νέα Υόρκη τέλος, εξετάστηκε το ενδεχόμενο μιας νέας επαφής Μητσοτάκη και Ερντογάν στην Κοπεγχάγη κατά τη Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στις 2 Οκτωβρίου, αλλά ο Τούρκος πρόεδρος τελικά δεν θα παραστεί στην πρωτεύουσα της Δανίας.