Το άγχος, η ανασφάλεια και η ψυχολογική κόπωση αναδεικνύονται στους νέους «δείκτες πίεσης» της ελληνικής οικονομίας. Η αγορά εργασίας αντιμετωπίζει πλέον όχι μόνο προκλήσεις παραγωγικότητας, αλλά και κρίση ψυχικής ανθεκτικότητας.
Η φετινή, τρίτη μεγάλη έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του ΕΚΠΑ καταγράφει ότι η ψυχική υγεία των εργαζομένων επιδεινώνεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, την ώρα που οι ίδιοι δηλώνουν ότι οι εργοδότες τους δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανάγκες υποστήριξης και πρόληψης.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 22 Μαΐου και 20 Ιουνίου 2025, αποτυπώνει με σαφήνεια τη διατήρηση –και σε ορισμένους δείκτες την επιδείνωση– των συμπτωμάτων κατάθλιψης, άγχους και θυμού. Παράλληλα, η πλειονότητα των εργαζομένων αναγνωρίζει τη σημασία της ψυχικής ευεξίας, ωστόσο ελάχιστοι θεωρούν ότι οι οργανισμοί τους μεριμνούν ουσιαστικά για αυτήν.
Μελαγχολία, απαισιοδοξία, αυτοκτονικός ιδεασμός
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 44% των συμμετεχόντων δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά μελαγχολία (από 40% το 2023), ενώ 47% εκφράζουν απαισιοδοξία για το μέλλον – ποσοστό αυξημένο σημαντικά σε σχέση με το 35% που είχε καταγραφεί στην πρώτη έρευνα, το 2021. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι 4% των ερωτηθέντων έχουν σκεφτεί έντονα να δώσουν τέλος στη ζωή τους, έναντι 2% πριν δύο χρόνια.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα στα συμπτώματα άγχους: 80% των εργαζομένων δηλώνουν ότι αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή (έναντι 75% το 2023), ενώ ένας στους δύο βιώνει έντονη υπερένταση. Επιπλέον, 13% αναφέρουν κρίσεις πανικού, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από το 2021.
Τα συμπτώματα θυμού εμφανίζουν επίσης αύξηση: 80% δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά εκνευρισμό, 32% αναφέρουν ξεσπάσματα που δεν μπορούν να ελέγξουν, ενώ 14% ομολογούν ότι έχουν έντονη επιθυμία να βλάψουν ή να τραυματίσουν κάποιον – τριπλάσιο ποσοστό σε σχέση με το 2021.
Η μοναξιά μειώνεται, αλλά η απομόνωση επιμένει Παρά τη γενική επιδείνωση των δεικτών, τα ευρήματα για τη μοναξιά είναι πιο μικτά. Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά μόνοι μειώθηκε στο 35% (από 46% το 2023), γεγονός που συνδέεται με την αύξηση της φυσικής παρουσίας στους χώρους εργασίας – 61% εργάζονται πλέον διά ζώσης, έναντι 52% πέρυσι. Ωστόσο, ένας στους τέσσερις (25%) εξακολουθεί να αισθάνεται ότι του λείπει συντροφιά, ενώ 21% δηλώνουν απομονωμένοι από το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Τα κλινικά συμπτώματα
Η ψυχολογική επιβάρυνση αποτυπώνεται και σε αυξημένα φαινόμενα σωματοποίησης:
47% των συμμετεχόντων αναφέρουν αδυναμία ή ζάλη (από 41% το 2023), 24% ναυτία ή στομαχικές διαταραχές, ενώ 33% δηλώνουν αίσθημα κόπωσης ή αδυναμίας σε διάφορα μέρη του σώματος.
Μόλις το 48% των εργαζομένων αισθάνονται ότι μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα επίπεδα στρες, ενώ δύο στους τρεις (66%) θεωρούν ότι η εργασιακή πίεση επηρεάζει αρνητικά την προσωπική τους ζωή. Πάνω από τους μισούς (55%) εκφράζουν έντονη ανησυχία για το μέλλον – από τις γεωπολιτικές εξελίξεις έως την κλιματική κρίση – ενώ 37% δηλώνουν ότι αγωνιούν για τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης στην επαγγελματική τους πορεία.
Η ψυχική επιβάρυνση δεν περιορίζεται στο προσωπικό επίπεδο, αλλά επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα. Το 61% των εργαζομένων αισθάνονται κουρασμένοι από την αρχή της ημέρας (από 53% το 2023), ενώ τέσσερις στους δέκα δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους. Μόλις τρεις στους δέκα δηλώνουν ότι νιώθουν πραγματικά κινητοποιημένοι και χαρούμενοι κατά την εργασία τους.
Η έρευνα αναδεικνύει παράλληλα την απόσταση ανάμεσα στην αυξανόμενη ευαισθητοποίηση και τη θεσμική ανταπόκριση. Αν και 79% των εργαζομένων θεωρούν ότι η ψυχική υγεία αποτελεί βασική προτεραιότητα, μόνο 21% πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους μεριμνά πραγματικά για την ευεξία τους.
Επιπλέον, μόλις 33% γνωρίζουν πού να απευθυνθούν για υποστήριξη, ενώ μόλις 23% αισθάνονται ότι υπάρχει κουλτούρα ανοιχτού διαλόγου για θέματα ψυχικής υγείας. Ένας στους τρεις (32%) έχει βιώσει κάποιας μορφής παρενόχληση στον χώρο εργασίας, με αρνητικές συνέπειες στη συναισθηματική του κατάσταση.
Οι εργαζόμενοι ζητούν πιο ενεργές πολιτικές: σχεδόν οι μισοί (47%) θεωρούν αναγκαία την εκπαίδευση στελεχών στη φροντίδα της ψυχικής ευεξίας, 46% ζητούν κουλτούρα σεβασμού του χρόνου και ισορροπία προσωπικής – επαγγελματικής ζωής, ενώ 42% τάσσονται υπέρ της παρουσίας ψυχολόγου στον χώρο εργασίας.
Η τηλεργασία παραμένει δημοφιλής
Θετικά παραμένουν τα ευρήματα για την απομακρυσμένη εργασία: 88% των εργαζομένων θεωρούν σημαντικό να έχουν αυτή τη δυνατότητα, ενώ 60% δηλώνουν ότι είναι πιο αποτελεσματικοί όταν εργάζονται εξ αποστάσεως. Παράλληλα, μόλις 8% αναφέρουν αυξημένο στρες λόγω τηλεργασίας, έναντι 23% το 2021. Ωστόσο, μόνο 45% αισθάνονται βέβαιοι ότι μπορούν να εξελιχθούν επαγγελματικά μέσα από το μοντέλο της εξ αποστάσεως εργασίας.
Παρά τα ανησυχητικά ευρήματα, ένα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίηση. Το 79% δηλώνουν ότι νοιάζονται περισσότερο για την ψυχική υγεία – δική τους και των συναδέλφων τους – ενώ 69% δηλώνουν έτοιμοι να ζητήσουν βοήθεια από ειδικό.
Η κοινωνία δείχνει να κινείται προς την κατεύθυνση της αποδοχής, καθώς 45% των συμμετεχόντων πιστεύουν ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη μείωση του στίγματος γύρω από τα ζητήματα ψυχικής υγείας. Η έρευνα καταλήγει ότι η ευημερία των ανθρώπων δεν αποτελεί πλέον “μαλακό” δείκτη, αλλά κρίσιμο παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Η φροντίδα της ψυχικής υγείας μετατρέπεται σε αναπόσπαστο τμήμα της εταιρικής στρατηγικής και, ταυτόχρονα, σε καθρέφτη της ωριμότητας μιας κοινωνίας που καλείται να συνδυάσει ανάπτυξη με ανθρωπιά.