Αναποτελεσματικό χαρακτηρίζουν το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας που προωθεί ο γαλλογερμανικός άξονας τρεις παλαίμαχοι Ευρωπαίοι πολιτικοί – ο πρώην Πρωθυπουργός του Βελγίου Γκι Φερχόφσταντ και οι πρώην Πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και Ρομάνο Πρόντι – που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις την περασμένη 20ετία.

Σε κοινό άρθρο τους στην εφημερίδα Financial Times με τίτλο: «Η Ευρώπη πρέπει να σχεδιάσει μεταρρύθμιση, όχι σύμφωνο», οι τρεις πολιτικοί επικρίνουν με οξύ τρόπο την προσπάθεια της γερμανικής και της γαλλικής Κυβέρνησης να επιβάλλουν τις προτάσεις τους για τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών της Ευρωζώνης.

Κατά την άποψή τους, η Ευρώπη πράγματι χρειάζεται πιο αποτελεσματική οικονομική διακυβέρνηση αλλά αυτή δεν είναι εύκολη υπόθεση  επειδή υπάρχει μία ποικιλία οικονομικών μοντέλων στην Ευρώπη, που περιλαμβάνουν χώρες με χαμηλή φορολογία και υψηλή κατανάλωση και χώρες με υψηλή φορολογία και χαμηλή κατανάλωση.

Τονίζουν με νόημα ότι η αρμοδιότητα για τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών πρέπει να είναι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και όχι μίας κλίκας δύο ή τριών χωρών που επιβάλει το μοντέλο της στις άλλες χώρες.

Οι παλαίμαχοι πολιτικοί σημειώνουν ότι το γαλλογερμανικό σύμφωνο ανταγωνιστικότητας βασίζεται στην αμοιβαία πίεση μεταξύ των Κυβερνήσεων για την εφαρμογή του, η οποία έχει αποδειχθεί στην πράξη επανειλημμένα αναποτελεσματική.

Όπως αναφέρουν, τόσο η στρατηγική της Λισαβόνας για την ανάπτυξη όσο και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης απέτυχαν σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, επειδή οι χώρες είναι απρόθυμες να επιβάλουν κυρώσεις μεταξύ τους. Η θέση των τριών πολιτικών είναι ότι δεν πρέπει να υπάρξει μία ενιαία πολιτική για όλες τις χώρες της Ευρώπης, αλλά «ένα σαφές και συμπαγές σχέδιο σύγκλισης σε καθορισμένα μέτρα πολιτικής».

Όπως τονίζουν, η Επιτροπή  θα πρέπει να κάνει προτάσεις για το σκοπό αυτό και για κάθε μέτρο να θεσπίσει ένα εύρος κανόνων ή στόχων, μέσα στους οποίους οι χώρες πρέπει να συγκλίνουν σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Τα μέτρα πρέπει κατά την εκτίμησή τους να περιλαμβάνουν την προσέγγιση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, την ανάπτυξη μίας κοινής βάσης για τη φορολογία των επιχειρήσεων, το λόγο των μισθών προς την παραγωγικότητας και τα επίπεδα έρευνας και ανάπτυξης. Η πρόοδος των χωρών θα κρίνεται και πάλι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα έχει την εξουσία να ασκεί πιέσεις και τελικά να επιβάλει κυρώσεις, όπως κάνει στις περιπτώσεις που παραβιάζονται οι κανόνες του ανταγωνισμού και η νομοθεσία της εσωτερικής αγοράς.