Το μυστήριο των κωδίκων Beale ξεκινά το 1885, όταν κυκλοφόρησε ένα μικρό φυλλάδιο που περιείχε τρία κρυπτογραφήματα. Ένας κώδικας είναι ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα που απαιτεί ένα κλειδί για να μπορέσει να διαβαστεί. Σύμφωνα με το φυλλάδιο, ένας άνδρας με το όνομα Τόμας Τζ. Μπιλ, κάτοικος της Βιρτζίνια, είχε θάψει έναν τεράστιο θησαυρό σε άγνωστη τοποθεσία.
Την άνοιξη του 1822, ο Μπιλ εμπιστεύτηκε σε έναν τοπικό πανδοχέα, τον Ρόμπερτ Μόρις, ένα κλειδωμένο σιδερένιο κουτί, το οποίο περιείχε, όπως περιγράφεται, «έγγραφα αξίας και σημασίας». Ο Μόρις είχε την εντολή να φυλάξει το κουτί μέχρι να επιστρέψει ο Μπιλ και να το ζητήσει πίσω. Ωστόσο, ο τελευταίος έφυγε από την πόλη και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Ο Μόρις υπέθεσε ότι ο Μπιλ «σκοτώθηκε από Ινδιάνους, μακριά από το σπίτι του, αν και τίποτα δεν ακούστηκε για τον θάνατό του».
Ο πανδοχέας, που αναφέρεται στο φυλλάδιο ως «ο θεματοφύλακας των εγγράφων Beale», αποφάσισε να ανοίξει το κουτί 23 χρόνια αργότερα. Μέσα βρήκε «κάποια ακατανόητα χαρτιά, καλυμμένα με αριθμούς». Το 1862, ο Μόρις παρέδωσε τα κείμενα σε έναν φίλο του, ο οποίος αφιέρωσε περισσότερα από 20 χρόνια προσπαθώντας να τα αποκρυπτογραφήσει.



Τελικά, ο φίλος του Μόρις κατάφερε να λύσει τον δεύτερο κώδικα, ο οποίος αποκάλυπτε ότι ο θησαυρός ήταν θαμμένος στην κομητεία Μπέντφορντ της Βιρτζίνια, «περίπου τέσσερα μίλια από το πανδοχείο του Μπούφορντ», ένα παλιό χάνι, του οποίου σήμερα σώζεται μόνο η καμινάδα.
Ο αποκρυπτογραφημένος κώδικας περιέγραφε αναλυτικά τον θησαυρό: «Η πρώτη εναπόθεση αποτελούνταν από χίλιες δεκατέσσερις λίβρες χρυσού και τρεις χιλιάδες οκτακόσιες δώδεκα λίβρες αργύρου, κατατεθειμένα τον Νοέμβριο του 1819. Η δεύτερη έγινε τον Δεκέμβριο του 1821 και περιλάμβανε χίλιες εννιακόσιες επτά λίβρες χρυσού και χίλιες διακόσιες ογδόντα οκτώ λίβρες αργύρου, καθώς επίσης κοσμήματα, που αποκτήθηκαν στο Σεντ Λούις σε ανταλλαγή με ασήμι για να αποφευχθεί η μεταφορά, αξίας 13.000 δολαρίων». Ο θησαυρός αυτός εκτιμάται σήμερα περίπου 60 εκατομμύρια δολάρια.
Ο φίλος του Μόρις χρησιμοποίησε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ως κλειδί για την αποκρυπτογράφηση. Αρίθμησε όλες τις λέξεις του ιστορικού κειμένου και στη συνέχεια ταίριαξε τους αριθμούς του κώδικα με το πρώτο γράμμα της αντίστοιχης λέξης. Ωστόσο, το κείμενο δεν ανέφερε το ακριβές σημείο ταφής του θησαυρού. Ο πρώτος κώδικας υποτίθεται ότι απαντάει στο πού βρίσκεται ακριβώς θαμμένος ο θησαυρός, ενώ ο τρίτος καταγράφει τα ονόματα και τις διευθύνσεις των «συνιδιοκτητών». Παρά ταύτα, ο φίλος του Μόρις σταμάτησε την έρευνα πριν καταφέρει να λύσει τους άλλους δύο κώδικες.
Όλα όσα γνώριζε δημοσιεύθηκαν στα Beale Papers από τον Τζέιμς Μπ. Γουόρντ. Όπως αναφέρεται: «Τα έγγραφα που παρατέθηκαν παραπάνω ήταν όλα όσα περιείχε το κουτί… Αντιγράφηκαν προσεκτικά και συγκρίθηκαν με τα πρωτότυπα και πιστεύεται ότι δεν υπάρχει λάθος. Ολοκληρωμένα από μόνα τους, υποβάλλονται με σεβασμό στο κοινό με την ελπίδα πως ό,τι παραμένει σκοτεινό θα φωτιστεί και ότι ο θησαυρός, που ξεπερνά τα τρία τέταρτα του εκατομμυρίου και έμεινε τόσο καιρό ανεκμετάλλευτος, θα μπορέσει κάποτε να επιτελέσει την αποστολή του».
Παρά τις προσπάθειες, η πλήρης αποκρυπτογράφηση των κωδίκων παραμένει άγνωστη. Ωστόσο, υπάρχουν ερευνητές που πιστεύουν ότι θα σημειωθεί πρόοδος. Ένας από αυτούς είναι ο Νικ Πέλινγκ, ο οποίος μελετά μυστήρια κωδίκων εδώ και περίπου 30 χρόνια. Μιλώντας στην Daily Mail, τόνισε: «Πιστεύω ειλικρινά ότι τουλάχιστον ένας από τους πρώτους (B1) και τρίτους (B3) κώδικες –πιθανόν και οι δύο– θα λυθούν μια μέρα. Κάποιος θα πει, “Θεέ μου”».
Ένας άλλος άνθρωπος που μαγνητίστηκε από το μυστήριο είναι ο Τζον Πάιπερ, 61 ετών, ο οποίος ανακάλυψε τους κώδικες Beale, ενώ ταξίδευε από το Ράλεϊ της Βόρειας Καρολίνας προς το Χιούστον του Τέξας. Όπως περιέγραψε στην Daily Mail: «Βρέθηκα να σχεδιάζω στη χαρτοπετσέτα που μου έδωσαν με τον καφέ, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τον κώδικα, μέσα στο αεροπλάνο». Ο Πάιπερ, που σήμερα ζει στο Μπατόν Ρουζ της Λουιζιάνα, τύπωσε το πρώτο του αντίγραφο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας τον Ιούλιο του 2009. Ο ίδιος πιστεύει ότι έλυσε τους κώδικες το 2014 και υποστηρίζει ότι «θα μπορούσε πιθανόν να επαληθευτεί από κάποιον που εργάζεται στον τομέα της κρυπτολογίας».
Ο Πάιπερ θεωρεί ότι τα Beale Papers αποτελούνται από έναν «πολυεπίπεδο κώδικα», στον οποίο τα δύο πρώτα κείμενα αποκρυπτογραφούνται «με τον ίδιο τρόπο και συμπληρώνουν το ένα το άλλο», ενώ το τρίτο περιέχει «κάποιες ιδιορρυθμίες» που δεν έχει ακόμη λύσει. Προσθέτει όμως προειδοποιώντας: «Μην δένεστε πολύ μαζί τους, γιατί –πρέπει να το πω– θα σας απασχολήσουν για το υπόλοιπο της ζωής σας».
Από την πλευρά του, ο Πέλινγκ θεωρεί ότι υπάρχει ακόμα κάτι να βρεθεί, επειδή η χρήση της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας ως κλειδί για τον πρώτο κώδικα οδηγεί σε ακολουθίες «πολύ απίθανες για να είναι τυχαίες». Όπως εξηγεί: «Απλώς χρησιμοποιείται μια μέθοδος κρυπτογράφησης λίγο διαφορετική από αυτή που περιμένουμε και απλώς δεν είμαστε αρκετά έξυπνοι για να τη δούμε». Την ίδια στιγμή, προειδοποιεί να μην δίνεται μεγάλη σημασία στον θρύλο που περιβάλλει τους κώδικες Beale σε σχέση με τους αριθμούς του φυλλαδίου, συγκρίνοντάς τους με θρύλους για θαμμένους πειρατικούς θησαυρούς.
Όπως σημειώνει, «οι κώδικες έχουν τη δική τους ζωή και στη συνέχεια κάποιοι αποκτούν ένα δεύτερο και τρίτο νόημα που τους προσδίδουν άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν. Ακόμα κι αν δεν μπορούν να τους αποκρυπτογραφήσουν, μπορούν να τους κάνουν πιο ελκυστικούς και να τους πουλήσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Ο Πέλινγκ υποστηρίζει ότι αυτό ακριβώς συνέβη με τα έγγραφα Beale.
Σε επιστολή του Μπιλ προς τον Μόρις, τον Μάιο του 1822, αναφέρεται ότι το κουτί περιείχε «έγγραφα ζωτικής σημασίας που επηρέαζαν τις τύχες του ίδιου και πολλών άλλων οι οποίοι συνεργάζονταν μαζί του». Υπογράμμισε επίσης ότι «η απώλειά τους θα μπορούσε να είναι ανεπανόρθωτη» σε περίπτωση που πέθαινε, γι’ αυτό έπρεπε να φυλάσσονται «με επιμέλεια και προσοχή για να αποφευχθεί μια τόσο μεγάλη καταστροφή».