Καθώς άνοιξε το email, η Νταϊάν ένιωσε να μεταφέρεται 40 χρόνια πίσω, σε ένα ψυχρό νοσοκομειακό δωμάτιο, πάνω σε ένα μεταλλικό φορείο όπου βρισκόταν γυμνή, αιμορραγώντας, τρομοκρατημένη και εντελώς μόνη. Οι βίαιοι σπασμοί που συγκλόνισαν το σώμα της ξύπνησαν το τραύμα της ημέρας εκείνης του Σεπτεμβρίου του 1976. Μνήμες ντροπής που είχε θάψει για δεκαετίες επέστρεψαν απαιτώντας απαντήσεις.

Ένας 42χρονος άνδρας, ο Σάιμον, της έγραψε ξαφνικά για να της πει ότι πίστευε πως ήταν η μητέρα του. Είχε υιοθετηθεί κατά τη γέννησή του και οι ημερομηνίες και το μέρος ταίριαζαν. Η Νταϊάν είχε πράγματι γεννήσει μυστικά εκείνη την ημέρα, σε ηλικία 21 ετών, άγαμη και αφελής. Ωστόσο, ήταν πεπεισμένη ότι δεν μπορούσε να είναι το παιδί της, καθώς οι μαίες τής είχαν πει ότι το μωρό της είχε πεθάνει. Δεν της αποκάλυψαν ποτέ αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, απλώς της ανακοίνωσαν ψυχρά τον θάνατο του νεογέννητου. Χωρίς παρηγοριά, χωρίς λέξεις συμπόνιας. Για το προσωπικό του νοσοκομείου ήταν «ντροπή» και ο θάνατος του παιδιού θεωρήθηκε τιμωρία για την «αμαρτία» της. Για τέσσερις δεκαετίες δεν μίλησε σε κανέναν: ούτε στην οικογένειά της, ούτε στον σύζυγό της, ούτε στα δύο παιδιά της. Είχε καταπιεί τον πόνο και την ενοχή, αλλά ποτέ δεν την εγκατέλειψαν. Τώρα όμως, το ερώτημα ήταν αμείλικτο: μήπως το παιδί της ζούσε; Όταν άνοιξε τις φωτογραφίες που είχε στείλει ο Σάιμον, είδε την κόρη του. Ένα μικρό κορίτσι με χαμόγελο, σκούρες ξανθές μπούκλες και καστανά μάτια, ίδια με τα δικά της παιδικά χαρακτηριστικά. Σαν να έβλεπε τον εαυτό της σε μια φωτογραφία από το παρελθόν. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή της ανατράπηκε.

Η Νταϊάν κατάλαβε πως ήταν θύμα ενός τεράστιου σκανδάλου. Στη δεκαετία του 1970, χιλιάδες παιδιά υιοθετούνταν παρά τη θέληση των μητέρων τους, λόγω του κοινωνικού στίγματος. Στην περίπτωσή της, οι Αρχές είχαν πάει ένα βήμα παραπέρα: της είχαν πει ψέματα ότι το παιδί είχε πεθάνει, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει. Γεννημένη το 1955 σε μια αυστηρή καθολική οικογένεια στο Γουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας, μεγάλωσε με θρησκευτική αγωγή και σχεδόν ανύπαρκτη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Στα 20 της, στον Καναδά, γνώρισε τον Τζέισον, τον οποίο ερωτεύτηκε. Χωρίς καμία γνώση για αντισύλληψη, έμεινε έγκυος. Όπως αναφέρει η Daily Mail όταν επέστρεψε στην Αυστραλία, βρήκε δουλειά σε ένα αγρόκτημα αλόγων που ανήκε στον γιατρό Μαρκ και τη σύζυγό του, Άλις. Εκεί, στα 21 της, γέννησε μόνη και περιφρονημένη. Το μωρό της πέθανε, όπως της είπαν. Η Νταϊάν προσπάθησε να θάψει την αλήθεια, έφτιαξε νέα ζωή, σπούδασε κτηνιατρική και αργότερα παντρεύτηκε τον Ίαν. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τη Σάρα και τον Ντάνιελ, χωρίς ποτέ να τους αποκαλύψει το μυστικό της.

Το 2018, έλαβε το email από τον Σάιμον. Ο άνδρας είχε κάνει τεστ DNA, εντόπισε την οικογένεια του Τζέισον στον Καναδά και, μέσω συγγενών, έφτασε στην Νταϊάν. Όταν εκείνη είδε τη φωτογραφία του, η ομοιότητα με τον Τζέισον ήταν αδιαμφισβήτητη. Ήξερε πως ήταν ο γιος της. Τα «χαρτιά εξιτηρίου» που είχε υπογράψει στο νοσοκομείο αποδείχτηκαν στην πραγματικότητα έγγραφα υιοθεσίας. Η σκληρότητα της απάτης ήταν απερίγραπτη. Με τη βοήθεια της Benevolent Society, βρήκε στήριξη και μίλησε για πρώτη φορά για το παρελθόν της. Έγραψε στον Σάιμον, εξηγώντας ότι της είχαν πει πως είχε πεθάνει. Λίγο αργότερα, ταξίδεψε από το Μπρίσμπεϊν για να τον συναντήσει. Η αγκαλιά τους στο αεροδρόμιο ήταν η πρώτη φορά που κρατούσε το παιδί της. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές, η γνωριμία με τη Σάρα και τον Ντάνιελ, αλλά και με τους θετούς γονείς του Σάιμον.

Παρά τις δεκαετίες που χάθηκαν, η σχέση τους σήμερα είναι στενή. Βλέπονται κάθε μήνα και επικοινωνούν τακτικά. Η Νταϊάν δηλώνει περήφανη για τον άνθρωπο που έγινε ο Σάιμον και ευγνώμων για τον δεσμό που, παρά τις αντιξοότητες, έχτισαν μαζί. Η ιστορία της είναι μια υπενθύμιση των όσων υπέστησαν άγαμες μητέρες σε παλαιότερες δεκαετίες και της δύναμης που μπορεί να φέρει η αλήθεια, ακόμα και μετά από 40 χρόνια σιωπής.