Ο Νόαμ Τσόμσκι υποστήριξε κάποτε ότι ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο ουσιαστικά εξυπηρετεί τα συμφέροντα του καπιταλισμού, υπό την έννοια πως διασκεδάζει, ηρεμεί και πειθαρχεί την εργατική τάξη.

Ο Μαρκ Πέρελμαν, Γάλλος ακαδημαϊκός, θεωρεί ότι είναι, ό,τι θεωρούσε και ο Καρλ Μαρξ τη θρησκεία, κάτι σαν «όπιο του λαού». Τα όσα έχουν συμβεί με τον κορονοϊό και η κάθετη στάση της UEFA υπέρ της ολοκλήρωσης της σεζόν στα γήπεδα, επιβεβαιώνει -όχι ότι δεν το ξέραμε, απλά τώρα το… φώναξαν οι ίδιοι- ότι το ποδόσφαιρο πλέον είναι μια τεράστια επιχείρηση.

Και πάλι, όμως, μιλάμε για ποδόσφαιρο… Και όσο κι αν ο ρεαλισμός θα είναι ή θα πρέπει να είναι πάντα στο μυαλό μας, άλλο τόσο θα είναι η καρδιά αυτή που θα ακούμε, βλέποντας το ρομαντικά. Όπως το έβλεπε, το ήθελε και το έψαχνε μέχρι και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, ο Εντουάρντο Γκαλεάνο. Ο Ουρουγουανός συγγραφέας και ιστορικός, ο οποίος αγάπησε το ποδόσφαιρο από την παιδική του ηλικία και συνέχισε να το αγαπάει με τον τρόπο του για πάντα.

«Όπως κάθε Ουρουγουανός, ήμουν καρφωμένος στο ράδιο στον τελικό του ’58. Οταν η φωνή του Κάρλος Σολέ μετέφερε τα μελαγχολικά νέα για το γκολ της Βραζιλίας, η καρδιά μου έπεσε στο πάτωμα. Και στράφηκα στον πιο δυνατό φίλο μου. Υποσχέθηκα στον Θεό μια σειρά από θυσίες αν εμφανιζόταν στο Μαρακανά και άλλαζε τη ροή των πραγμάτων. Ποτέ δεν κατάφερα να θυμηθώ όλες αυτές τις υποσχέσεις, οπότε ποτέ δεν τις κράτησα», είπε για να δείξει το πώς ένιωθε ως οπαδός.

Τέτοιος ήταν με την Ουρουγουάη και γενικά με το ποδόσφαιρο, την εξέλιξη του οποίου παρακολουθούσε και κατέγραφε με τον τρόπο του. Η ήττα της εθνικής ομάδας της χώρας του στον τελικό του πρωταθλήματος της Ν. Αμερικής το 1919 από τη Βραζιλία, για παράδειγμα, ήταν αυτή που -στη μεγαλύτερη εικόνα- τον έκανε χαρούμενο επειδή αυτό που έβλεπε και του άρεσε καθώς μεγάλωνε, οφειλόταν σε εκείνη την ημέρα, δεκαετίες πριν γεννηθεί.

«Αρτούρ Φρίντενραϊχ. Αυτός ο πρασινομάτης ίδρυσε το βραζιλιάνικο στιλ παιχνιδιού. Ο Φρίντενραϊχ έφερε στο επίσημο γήπεδο των λευκών την ασέβεια των… καφετιών αγοριών που απολάμβαναν να μονομαχούν με μια κουρελιασμένη μπάλα στις φτωχογειτονιές. Έτσι γεννήθηκε ένα στυλ ανοιχτό στη φαντασία, που προτιμά την απόλαυση από τα αποτελέσματα. Από τον Φρίντενραϊχ και μετά, δεν υπήρξαν σωστές γωνίες στο ποδόσφαιρο της Βραζιλίας, όπως δεν υπάρχουν ούτε στους λόφους του Ρίο ντε Τζανέιρο, ούτε στα κτίρια του Oscar Niemeyer», έγραψε σχετικά.

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έβλεπε το πώς άλλαζε το ποδόσφαιρο, όχι ως άθλημα αλλά ως επιχείρηση. Εκεί, κατά τον Γκαλεάνο, κρύβεται ή κρυβόταν και η δύναμη του. Στο γεγονός ότι παρά τη διαφθορά, συνέχιζε. Εξακολουθούσε να μαγεύει τον κόσμο μέσα από μια έκπληξη, μέσα από νέες ιστορίες που δημιουργούσε, κάνοντας μερικές φορές τους ανθρώπους να ξεχνάνε την… πραγματική ιστορία. Όπως, δηλαδή, συνέβη με τους συμπατριώτες του και την δικτατορία περασμένων δεκαετιών.

«Η Ουρουγουάη δεν έχει ιστορία, έχει όμως ποδόσφαιρο. Οι Ουρουγουανοί προτιμούν πλέον να ξεχάσουν το παρελθόν παρά να το ακούσουν, προτιμούν να αποδεχθούν ένα μέλλον παρά να το φανταστούν ξανά, να το οραματιστούν», έλεγε τη δεκαετία του ’90, όταν είχε στηρίξει την Αριστερά στις εκλογές. Δεν είχε κρύψει, άλλωστε, ποτέ τα πολιτικά πιστεύω του και η αναγνώριση παρέμενε η ίδια.

Για το συγγραφικό του ταλέντο, για το χιούμορ του, για τις απόψεις του, για το πώς είχε περιγράψει τον εαυτό του. «Τριγυρίζω τον κόσμο, με το χέρι απλωμένο, και στα γήπεδα ζητάω «μια όμορφη κίνηση, για όνομα του Θεού». Και όταν βλέπω καλό ποδόσφαιρο, λέω ευχαριστώ για το θαύμα και δε δίνω δεκάρα για το ποια ομάδα ή ποια χώρα το παίζει».

Προς επιβεβαίωση αυτού, σαν… ζητιάνος του ποδοσφαίρου, ο Εντουάρντοο Γκαλεάνο στις τελευταίες του ώρες εν ζωή, στις 13 Απριλίου 2015, ζήτησε να δει μπάλα στην τηλεόραση…