Η Αθήνα προετοιμάζεται σταδιακά για μια νέα φάση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά και τη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει ώστε να πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα το 6ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Η εκτίμηση αυτή αφορά μάλιστα χρονικά το πρώτο τρίμηνο του 2026, με τον πρωθυπουργό να ξεκαθαρίζει ότι δεν χρειάζεται να υπάρξει κάποια θεαματική ανακοίνωση ή μια «μεγάλη συμφωνία» για να γίνει η συνάντηση. Η λογική είναι πως, σε περιόδους που το κλίμα δεν είναι τεταμένο, έχει αξία ο ίδιος ο διάλογος, ακόμη κι αν αφορά πιο πρακτικά θέματα.
Το μήνυμα που εκπέμπει η ελληνική πλευρά είναι ότι ο διάλογος, όταν γίνεται με κανόνες και ανοιχτούς διαύλους, μειώνει τις εντάσεις και επιτρέπει να επιλυθούν ζητήματα που απασχολούν τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Έτσι, η Ελλάδα δείχνει ότι θέλει να συνεχίσει έναν οργανωμένο, σταθερό και προβλέψιμο δρόμο συνομιλιών, ειδικά τώρα που τα υπουργεία Εξωτερικών μπορούν να συζητούν χωρίς τις έντονες κρίσεις προηγούμενων ετών.
Θυμίζουμε ότι το «Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας» είναι ένα σημαντικό διμερές όργανο διακυβερνητικής συνεργασίας, το οποίο αναμένεται να ενεργοποιηθεί εκ νέου. Στόχος είναι η ενίσχυση των διμερών σχέσεων σε πολλαπλά επίπεδα καθώς τέτοιου είδους συναντήσεις δύναται να θέτουν το πλαίσιο για την επίλυση των διμερών θεμάτων και την προώθηση της συνεργασίας. Βέβαια ο κ. Μητσοτάκης ξεκαθαρίζει ότι η Αθήνα δεν πρόκειται να κάνει πίσω στα εθνικά της συμφέροντα και μπορεί, όπου χρειάζεται, να ακολουθεί και πιο σκληρή στάση, όπως έδειξε η ελληνική στάση στο ζήτημα της τουρκικής συμμετοχής στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE που προβλέπει τη χρηματοδότηση αμυντικών προγραμμάτων. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα επιθυμεί διάλογο, αλλά όχι σε βάρος της.
Η αναφορά Μητσοτάκη για συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, το πρώτο τρίμηνο του 2026 δεν έγινε προφανώς τυχαία. Εδώ και καιρό τα διπλωματικά επιτελεία σε Αθήνα και Άγκυρα εξετάζουν προσεκτικά τα περιθώρια επανεκκίνησης του Ανώτατου Συμβουλίου, το οποίο είχε «παγώσει» από το 2024. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει δύο βασικούς άξονες: τον Πολιτικό Διάλογο και τη Θετική Ατζέντα, από τους οποίους θα προκύψουν τα κοινά σημεία που μπορεί να επισημοποιηθούν όταν συναντηθούν οι δύο ηγέτες. Επ’ αυτού, σημαντική άλλωστε ήταν και η ολιγόλεπτη συνάντηση που είχαν στη Βιέννη ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και ο Τούρκος ομόλογός του Χακάν Φιντάν στο περιθώριο της συνόδου του ΟΑΣΕ. Εκεί συζητήθηκαν χρονοδιαγράμματα και ενδεχόμενες ημερομηνίες, καθώς και οι κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν μέχρι τότε από τις δύο κυβερνήσεις. Λίγο αργότερα, και οι δύο υπουργοί βρέθηκαν στο Doha Forum 2025, όπου έκαναν νέες δηλώσεις, δημιουργώντας την αίσθηση ότι κάτι «χτίζεται» σταδιακά. Μάλιστα ο κ. Φιντάν έστειλε σήμα και σε σχέση με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία πρέπει να βρουν τρόπο να αρθούν οι κυρώσεις CAATSA ώστε η Άγκυρα να επιστρέψει στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35. Μια τοποθέτηση που δείχνει ότι η Τουρκία θέλει να αποκαταστήσει γέφυρες με τη Δύση, κάτι που πάντα επηρεάζει και τα ελληνοτουρκικά.
Σε όλο αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ελληνική πρωτοβουλία «5×5» για την Ανατολική Μεσόγειο, που στοχεύει να φέρει στο ίδιο τραπέζι χώρες της περιοχής σε τομείς όπως η Πολιτική Προστασία και το Μεταναστευτικό. Αυτές οι θεματικές θεωρούνται πιο «εύκολες», ώστε να καλλιεργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης πριν ανοίξουν πιο δύσκολα ζητήματα, όπως οι θαλάσσιες ζώνες ή ζητήματα συνδεσιμότητας. Είναι ξεκάθαρο ότι το ελληνικό σχέδιο στηρίζεται στη λογική «χτίζουμε πρώτα τη βάση, μετά τα δύσκολα». Σε αυτό το σχήμα 5×5 εκτός από τη χώρα μας και την Τουρκία, συγκαταλέγονται η Κύπρος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Γενικώς το 2026 φαίνεται πως θα είναι χρονιά στην οποία η Ελλάδα θέλει να ελέγξει όσο μπορεί τις εξελίξεις στη γειτονιά της, αξιοποιώντας κάθε διπλωματικό εργαλείο που έχει.