Σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές της σύντομης πορείας της βρίσκεται η «Νέα Αριστερά», με τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις να λαμβάνουν πλέον διαστάσεις ανοικτής σύγκρουσης. Δύο διαφορετικές στρατηγικές, δύο διαφορετικές οπτικές για τη φυσιογνωμία του κόμματος, αλλά και για το ποιοι μπορούν ή πρέπει να είναι οι σύμμαχοί του, έρχονται αυτή τη στιγμή σε μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση.
Από τη μία πλευρά βρίσκεται ο 48χρονος πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Χαρίτσης και όσοι στηρίζουν την άποψη ότι η Αριστερά οφείλει να αναζητήσει ευρύτερες πολιτικές συνεργασίες. Από την άλλη, βρίσκεται ο 45χρονος γραμματέας του κόμματος Γαβριήλ Σακελλαρίδης και η δική του τάση, που επιμένει σε μια καθαρή, χωρίς εκπτώσεις, αριστερή ταυτότητα.
Η συζήτηση αυτή δεν είναι νέα. Ήταν παρούσα ήδη από την πρώτη στιγμή συγκρότησης του πολιτικού φορέα, ωστόσο μέχρι πρόσφατα παρέμενε σε ένα εσωτερικό επίπεδο, ως μια διαφορά τρόπου σκέψης και στρατηγικής. Η ένταση όμως κορυφώθηκε στην προχθεσινή συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, όπου οι δύο γραμμές ήρθαν πλέον σε άμεση σύγκρουση, αποκαλύπτοντας ένα βαθύ χάσμα που δύσκολα φαίνεται να γεφυρώνεται. Κατά πολλούς μάλιστα δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε διάσπαση, φαινόμενο αν μη τι άλλο συνηθισμένο στον εν λόγω πολιτικό χώρο.
Ο Αλέξης Χαρίτσης, μαζί με την Έφη Αχτσιόγλου, την πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και στελέχη που βλέπουν τη συγκυρία ως ευκαιρία για έναν νέο προοδευτικό σχεδιασμό, υποστηρίζουν ότι η «Νέα Αριστερά» πρέπει να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Κεντρική θέση της πλευράς αυτής είναι ότι η Αριστερά, για να αποκτήσει δύναμη και προοπτική εξουσίας, πρέπει να οικοδομήσει συμμαχίες, να αναζητήσει κοινό έδαφος με άλλες προοδευτικές δυνάμεις και να επιδιώξει ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η πρόταση για «ενωτικό ψηφοδέλτιο» και ένα σχήμα αντίστοιχο με το «Λαϊκό Μέτωπο» της Γαλλίας, δεν αποτελεί μόνο πολιτική επιλογή, αλλά – σύμφωνα με τους υποστηρικτές της – αναγκαιότητα απέναντι στην παγίωση της δεξιάς κυριαρχίας.
Στον αντίποδα, η ομάδα γύρω από τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη θεωρεί πως μια τέτοια στρατηγική όχι μόνο δε θα ενισχύσει την Αριστερά, αλλά αντίθετα θα αποδυναμώσει την πολιτική της ταυτότητα και θα θολώσει το μήνυμά της. Η συγκεκριμένη τάση στηρίζει μια πολιτική γραμμή που επιδιώκει ξεκάθαρη ιδεολογική θέση, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει μικρότερη απεύθυνση.
Σε αυτή την επιλογή συντάσσονται και παλαιότερα κορυφαία στελέχη, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Νίκος Φίλης, οι οποίοι εκτιμούν πως η Αριστερά πρέπει να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά της και να μη συμβιβαστεί για χάρη μιας ευρύτερης συνεργασίας. Για την τάση αυτή, πιο κοντινός πολιτικός συνομιλητής θα μπορούσε να είναι ακόμη και το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, παρά ένα σχήμα υπό την πολιτική σκιά του Αλέξη Τσίπρα.
Και εδώ βρίσκεται το δεύτερο μεγάλο ζήτημα: η επικείμενη ανακοίνωση του νέου πολιτικού φορέα από τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Η εξέλιξη αυτή λειτουργεί σαν καταλύτης για τις διεργασίες στη «Νέα Αριστερά». Η πλευρά Χαρίτση θεωρεί ότι ο νέος φορέας μπορεί να αποτελέσει τον χώρο συνάντησης μιας ευρύτερης προοδευτικής συμμαχίας. Αντίθετα, η τάση Σακελλαρίδη φοβάται ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει σε πλήρη απορρόφηση της «Νέας Αριστεράς» και απώλεια της αυτονομίας της.
Το σημείο κορύφωσης της έντασης ήταν η συζήτηση για τη διεξαγωγή εσωκομματικού δημοψηφίσματος, την οποία πρότεινε ο Αλέξης Χαρίτσης ως τρόπο να αποφασίσουν τα μέλη και όχι μόνο τα κεντρικά όργανα για τις εκλογικές συνεργασίες. Η Κεντρική Επιτροπή απέρριψε την πρόταση, κάτι που εκλήφθηκε αρχικά ως νίκη της γραμμής Σακελλαρίδη. Παρ’ όλα αυτά, ήδη συγκεντρώνονται υπογραφές για να τεθεί το θέμα ξανά, καθώς το καταστατικό δίνει στα μέλη το δικαίωμα να επιβάλουν δημοψήφισμα εφόσον συγκεντρωθεί το 25% των υπογραφών.
Η διαφωνία λοιπόν δεν είναι μόνο οργανωτική. Είναι βαθιά πολιτική: αφορά την απάντηση στο ερώτημα τι σημαίνει Αριστερά σήμερα και ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσει για να είναι χρήσιμη στην κοινωνία. Από τη μια, η στρατηγική της διεύρυνσης και της συνεργασίας· από την άλλη, η στρατηγική της αυτονομίας και της ιδεολογικής καθαρότητας. Το μόνο βέβαιο, προς το παρόν, είναι ότι η «Νέα Αριστερά» βρίσκεται σε οριακό σημείο.
Το επόμενο διάστημα μέχρι το Συνέδριο θα είναι καθοριστικό: είτε θα υπάρξει συμφωνία σε έναν κοινό πολιτικό προσανατολισμό είτε το ρήγμα θα μετατραπεί σε ανοιχτή διάσπαση, με απρόβλεπτες συνέπειες για ολόκληρο τον προοδευτικό χώρο.