Η συζήτηση γύρω από τον εκλογικό νόμο επιστρέφει δυναμικά στην πολιτική επικαιρότητα, παρά τις κατηγορηματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι δεν προτίθεται να ανοίξει τέτοιο κεφάλαιο.
Το πολιτικό τοπίο αυτή τη στιγμή είναι ιδιαίτερα ρευστό και εκ των πραγμάτων επαναφέρει στο τραπέζι το ζήτημα της κυβερνησιμότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει επί λέξει πως «πρωτοβουλία της κυβέρνησης για αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν θα υπάρξει».
Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι στις προθέσεις του μεν κάτι τέτοιο, αλλά εάν ερχόταν μια πρόταση περί αλλαγής των κανόνων του… παιχνιδιού π.χ. από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκο Ανδρουλάκη, κάνοντας εκείνος επίκληση της ρευστότητας του πολιτικού τοπίου και του κινδύνου ακυβερνησίας, τόσο μπορεί η συζήτηση να έμπαινε σε άλλη βάση.
Τα όρια και οι παγίδες του ισχύοντος νόμου
Ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 2019, φέρει έντονα το αποτύπωμα του τότε υπουργού Εσωτερικών, Τάκη Θεοδωρικάκου. Προβλέπει κλιμακωτό μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα, με το «κατώφλι» του 25% να είναι καθοριστικό: εάν δεν ξεπεραστεί, το μπόνους των επιπλέον εδρών εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα η αναλογικότητα να ενισχύεται υπέρμετρα, φέρνοντας δυσκολίες στο σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι:
- Αν το πρώτο κόμμα λάβει ποσοστό κάτω του 25% (έως και 24,9999% δηλαδή), λαμβάνει μόνο τις έδρες που του αναλογούν με βάση το ποσοστό του – δηλαδή περίπου 75 έδρες.
- Με ακριβώς 25%, προστίθενται 20 έδρες μπόνους, ανεβάζοντας το σύνολο στις 95.
- Για κάθε επιπλέον μισή μονάδα ποσοστού, το κόμμα αυτό παίρνει μία επιπλέον έδρα, μέχρι το μέγιστο μπόνους των 50 εδρών, που δίνεται μόνο σε ποσοστά άνω του 40%, τα οποία είναι ανέφικτα βάσει των δημοσκοπήσεων.
Αξιοσημείωτο είναι πως ακόμα και με ποσοστά κοντά στο 27,5%, το πρώτο κόμμα μπορεί να εξασφαλίσει μόλις 110 έδρες – κάτι που καθιστά αναγκαία τη συνεργασία όχι δύο, αλλά ενδεχομένως και τριών κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Το παράδειγμα του 2012 και η ιστορική σύγκριση
Η σύγκριση με προηγούμενα εκλογικά συστήματα δείχνει την απόκλιση από την παλαιότερη λογική της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος, ανεξαρτήτως ποσοστού. Στις εκλογές του 2012, η Νέα Δημοκρατία με μόλις 18,08% είχε εξασφαλίσει το πλήρες μπόνους των 50 εδρών, με βάση το τότε εκλογικό σύστημα. Κάτι τέτοιο σήμερα φαντάζει απίθανο.
Η ανησυχία για ενδεχόμενο ακυβερνησίας ή αδύναμων κυβερνητικών σχημάτων επανέρχεται, ειδικά εάν πολλοί σχηματισμοί μείνουν εκτός Βουλής. Για παράδειγμα, για να προκύψει αυτοδυναμία απαιτείται ποσοστό κοντά στο 37,5%, εφόσον εκτός Κοινοβουλίου μείνει περίπου το 10% των ψηφοφόρων. Αν το ποσοστό αυτό ανέλθει στο 14%, τότε το όριο πέφτει στο 36%, καθιστώντας τις ισορροπίες ακόμα πιο λεπτές.
Πολιτικό δίλημμα με θεσμική χροιά
Η κυβέρνηση φαίνεται να βρίσκεται μπροστά σε ένα πολιτικό σταυροδρόμι: από τη μία η ανάγκη να διατηρηθεί θεσμική συνέπεια και η εικόνα πολιτικής σταθερότητας, κι από την άλλη η σκληρή πραγματικότητα που δείχνει πως η διακυβέρνηση με αυτοδυναμία καθίσταται όλο και πιο δύσκολη.
Ανάμεσα στα μειονεκτήματα μιας αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι ο κίνδυνος πολιτικής φθοράς, καθώς μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη πανικού ή υποχώρησης. Επιπλέον, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί δημοσίως ότι δεν θα προχωρήσει σε αναπροσαρμογές του εκλογικού πλαισίου. Από την άλλη πλευρά, τα οφέλη είναι σημαντικά: διασφάλιση κυβερνησιμότητας και μεγαλύτερη ευχέρεια στον σχεδιασμό της επόμενης μέρας.
Αν και καμία απόφαση δεν έχει ληφθεί, η δημόσια συζήτηση συνεχίζεται. Και όσο παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό, το θέμα του εκλογικού νόμου δύσκολα θα φύγει από το προσκήνιο. Η επόμενη κίνηση ίσως ανήκει στην αντιπολίτευση – και ειδικά στο ΠΑΣΟΚ.
Αν κατατεθεί μια δομημένη πρόταση αλλαγής, τότε το πολιτικό παιχνίδι θα αποκτήσει νέα δυναμική. Μέχρι τότε, οι πολιτικές ισορροπίες θα συνεχίσουν να δοκιμάζονται. Το μόνο βέβαιο είναι πως το θέμα του εκλογικού νόμου θα μείνει στην ατζέντα… όσο το φάσμα της ακυβερνησίας παραμένει υπαρκτό.