Το Ηνωμένο Βασίλειο ξεπέρασε το μακάβριο ορόσημο των 100.000 νεκρών από τον κορονοϊό, ξεπερνώντας πλέον τις 200.000 αφότου εκδηλώθηκε η πανδημία, σύμφωνα με δεδομένα που δημοσιοποίησε χθες Τετάρτη (13/7) η βρετανική εθνική στατιστική υπηρεσία (Office for National Statistics, ONS).

Το ορόσημο ξεπεράστηκε στα τέλη του Ιουνίου, αλλά αυτό δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο χθες. Ως τις αρχές Ιουλίου είχαν καταγραφεί 200.247 θάνατοι εξαιτίας της COVID-19, σύμφωνα με τους αριθμούς της ONS, που περιλαμβάνουν τόσο θύματα που είναι επιβεβαιωμένο πως πέθαναν εξαιτίας της λοίμωξης όσο και θύματα που εκτιμάται πως πιθανόν έχασαν τη ζωή τους λόγω της ασθένειας.

Την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε την 1η Ιουλίου 2022 στη Βρετανία καταγράφηκαν 11.828 θάνατοι ανεξαρτήτως αιτίας, αριθμός υψηλότερος κατά 12,1% από τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών. Οι πλεονάζοντες θάνατοι ήταν 11.828.

Δεν είναι πλέον δωρεάν τα τεστ για τον κορονοϊό

Το ορόσημο των 100.000 θανάτων εξαιτίας της COVID-19 ξεπεράστηκε τον Ιανουάριο του 2021. Πέρασε ενάμισης χρόνος προτού διπλασιαστεί, χάρη στον εμβολιασμό, τη βαθύτερη κατανόηση της ασθένειας και των μέτρων κοινωνικής απόστασης, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας The Guardian.

Σύμφωνα με στοιχεία από τον ιστότοπο Our World In Data, μέχρι τη 12η Ιουλίου, η Βρετανία κατέγραφε τον υψηλότερο δείκτη θνητότητας της COVID-19 στην Ευρώπη, 2.689 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων, μπροστά από την Ισπανία (2.295), τη Γαλλία (2.230) και τη Γερμανία (1.704) αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επικαλούμενο το Xinhua.

H πλεονάζουσα θνησιμότητα στη χώρα είναι υψηλότερη από ό,τι σε άλλα κράτη της Ευρώπης, φθάνει τους 2.070 θανάτους ανά εκατoμμύριο κατοίκων, είναι με άλλα λόγια υπερδιπλάσια από αυτή στη Γερμανία (1.110).

Καθώς στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τεστ για τον SARS-CoV-2 δεν είναι πλέον δωρεάν και με τα δεδομένα για την πορεία της επιδημιολογικής κατάστασης να ανακοινώνονται από την ONS σε εβδομαδιαία βάση, ο δείκτης θετικότητας αυξάνεται σε όλη τη χώρα, κάτι που αποδίδεται σε δύο υποπαραλλαγές της Όμικρον, τις BA.4 και BA.5. Στα τέλη Ιουνίου το επίπεδο των μολύνσεων αυξήθηκε κατά 30%.