Βρισκόμαστε στο 1943. Μια Γερμανίδα συνταξιούχος, η 51χρονη Φρίντα Ρόζνερ, εντοπίζεται βιασμένη και στραγγαλισμένη σε ένα δάσος στο Κέπενικ, στα προάστια του Βερολίνου. Σύντομα και με συνοπτικές διαδικασίες, το ναζιστικό καθεστώς συλλαμβάνει τον 34χρονο Μπρούνο Λούντκε.

Αρχίζει να του φορτώνει διάφορες κατηγορίες, αποδομώντας την δήθεν αθώα εικόνα του και μετατρέποντάς τον σε έναν αποδιοπομπαίο τράγο πρώτου βαθμού και ιδανικό προκειμένου να «κλείσει» η υπόθεση επιτυχώς. Ο Λούντκε όντως ομολογεί και άλλα πολλά, δεκάδες, εγκλήματα και φόνους, αναφέρει σε σχετικό του άρθρο το franceculture.fr.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στην όλη ανάκριση των ναζιστικών αρχών: ο 34χρονος δεν είναι ένας άνθρωπος με σώας τας φρένας, αλλά ένας πάσχων από βαρύτατη νοητική στέρηση, μια κατηγορία ανθρώπων που, όπως και οι Εβραίοι ή οι Τσιγγάνοι θεωρούνταν ανεπιθύμητοι από το ναζιστικό καθεστώς και έπρεπε απεγνωσμένα να εξοντωθούν.

Και, ελλείψει φυσικά ενός δικηγόρου να τον εκπροσωπήσει σωστά (μιλάμε για την Γερμανία του Χίτλερ τώρα), ο Λούντκε λέει «ναι» σε ό,τι του προσάπτουν δίχως καν να το σκεφτεί. Το παραμύθι του πιο «επικίνδυνου σίριαλ κίλερ της Γερμανίας» έχει μόλις κατασκευαστεί και έχει για δράκο μέσα σε αυτό έναν αθώο που δεν καταλαβαίνει καλά-καλά τι του γίνεται.

Ο βίος και η πολιτεία ενός αθώου

Ο Λούντκε γεννήθηκε το 1908 και είχε νοητική υστέρηση εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε όταν ήταν δυο ετών. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 του χρόνια και οι γονείς του τον έβαλαν να εργάζεται ως αμαξάς στην οικογενειακή επιχείρηση. Μέχρι που στην εξουσία ανέβηκε ο Χίτλερ με τις γνωστές, απεχθείς του θεωρίες περί φυλετικής καθαρότητας. Το 1938 ο Λούντκε κατηγορήθηκε για τη διάπραξη μικροκλοπών. Αμέσως συνελήφθη και οι αρμόδιοι αποπειράθηκαν να τον κλείσουν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης ως άτομο προβληματικό και επικίνδυνο για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Η μητέρα του, ωστόσο, δεν τον εγκατέλειψε και αντιστάθηκε σθεναρά ισχυριζόμενη ότι «ο γιος μου, παρά το ότι υστερεί νοητικά, φοίτησε σε σχολείο ειδικής αγωγής».

Το Δικαστήριο Κληρονομικής Υγείας τον καταδίκασε, τελικά, σε υποχρεωτική στείρωση το 1940. Όμως τα βάσανα του Λούντκε δεν τελείωσαν εκεί. Έπειτα από μία τριετία, ένας αστυνομικός τον κατηγόρησε για τη δολοφονία της Ρόζνερ. Ο συγκεκριμένος αστυνομικός τον έριξε απλά σε μια αίθουσα ενός αστυνομικού τμήματος και με το λέγε-λέγε, ο Λούντκε «έσπασε»: τελικά έφτασε να ομολογήσει την ενοχή του για 81 δολοφονίες, 53 μόνο στο Βερολίνο και άλλες 31 στην υπόλοιπη γερμανική επικράτεια – έναν υπερβολικό αριθμό εγκλημάτων που φυσικά ουδέποτε διέπραξε.

Η ταμπέλα, πάντως, του κόλλησε αμέσως: «Ο πιο αδίστακτος και αιμοσταγής δολοφόνος που γνώρισε η Γερμανία», έγραφαν οι εφημερίδες της χώρας τότε.

Η ανάμειξη του Χίμλερ

Σκηνή από την ταινία «Το βράδυ, όταν ήρθε ο Διάβολος». Δεξιά. ο Μάριο Αντορφ, στον ρόλο του Λούντκε
Σκηνή από την ταινία «Το βράδυ, όταν ήρθε ο Διάβολος». Στα δεξιά ο Μάριο Άντορφ, στον ρόλο του Λούντκε

Στην υπόθεση του «γεννημένου δολοφόνου και εχθρού της Γερμανίας» ενεπλάκη προσωπικά μέχρι και ο Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος διέταξε ο Λούντκε να διακομιστεί στο Ινστιτούτο Εγκληματολογίας και Ιατροδικαστικής στη Βιέννη.

Εκεί ο Λούντκε υποβλήθηκε, επί μήνες, σε δήθεν ιατρικά πειράματα προκειμένου να διερευνηθεί η «εγκληματική» του φύση – φυσικά, επρόκειτο απλά για φριχτά βασανιστήρια βγαλμένα από τον νοσηρό εγκέφαλο του διαβόητου Γιόζεφ Μένγκελε. Ο 34χρονος δεν άντεξε και τελικά πέθανε την 8η Απριλίου του 1944, μέσα σε ένα από τα κελάρια του ινστιτούτου.

Η «παρακαταθήκη» του, βέβαια, παρέμεινε στο γερμανικό συλλογικό υποσυνείδητο. Το 1957 η ιστορία του έγινε ευρέως γνωστή χάρη στην ταινία «Nachts, wenn der Teufel kam» (Το βράδυ που ήρθε ο Διάβολος) με τον ηθοποιό Μάριο Άντορφ να υποδύεται τον Λούντκε. Ο Διάβολος-Λούντκε είχε πλέον περάσει στα ανάλεκτα όχι μόνο της γερμανικής ιστορίας, αλλά και του γερμανικού σινεμά.

Δικαιοσύνη μετά από 80 χρόνια

Η υπόθεση του Λούντκε ξεχάστηκε για αρκετές δεκαετίες μέχρι που το 1995 μία Γερμανίδα ιστορικός από το πανεπιστήμιο τoυ Ζίγκεν, η Σουζάνε Ρέγκενερ, αποφάσισε να ερευνήσει λίγο πιο βαθιά και επισταμένα την υπόθεση. Η ιστορικός όχι μόνο αποδόμησε τον μύθο του «χειρότερου σίριαλ κίλερ της Γερμανίας», αλλά, επίσης, αποκατέστησε εν μέρει την φήμη του ως ενός αθώου που βρήκε τραγικό θάνατο στα χέρια ενός καθεστώτος που είχε δυσανεξία σε άτομα με νοητική στέρηση. Η Ρέγκενερ έγραψε κατόπιν το βιβλίο «Fabrikation Εines Verbrechers» («Η Κατασκευή ενός Εγκληματία») και το έδωσε στον Άντορφ.

Ο Άντορφ, με την σειρά του, συγκλονίστηκε τόσο πολύ από το «μύθευμα του ανθρώπου» που είχε υποδυθεί το 1957 ώστε πίεσε και αυτός με τη σειρά του προκειμένου να «ξεβρομίσει» τη σπιλωμένη φήμη του Λούντκε.

Όπερ και εγένετο: Ο 91χρονος, πλέον, ηθοποιός μαζί με τον Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάιερ, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, έκαναν το δέον, το πρέπον, το σωστό καγαθό: Πλέον έξω από το σπίτι όπου μεγάλωσε ο Λούντκε υπάρχει ένας λίθος μνήμης προκειμένου να θυμίζει στις επόμενες γενιές ότι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι πάντα πολλοί περισσότεροι από τους πρωταίτιους μιας κατάστασης.