Έντονο προβληματισμό έχει προκαλέσει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες η ανακοίνωση της συνάντησης κορυφής ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου στην Αλάσκα. Σύμφωνα με ανάλυση του CNN, αυτή η συνάντηση δεν αποτελεί ένα απλό διπλωματικό γεγονός αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα κομβικό σημείο για το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά και ολόκληρης της Διατλαντικής Συμμαχίας που στηρίζει την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Οι κυβερνήσεις της γηραιάς ηπείρου ανησυχούν πως το συγκεκριμένο ραντεβού είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε υποχωρήσεις που θα ευνοήσουν τη Ρωσία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι θέσεις της ουκρανικής πλευράς ή των συμμάχων της. Ανώτερος Ευρωπαίος διπλωμάτης, μιλώντας στο CNN ανώνυμα, περιέγραψε την κατάσταση με τη χαρακτηριστική φράση πως: «Διατρέχουμε τον κίνδυνο να γίνουμε μια υποσημείωση στην ιστορία». Το πιο ανησυχητικό για τους Ευρωπαίους είναι πως, παρά τις πολλές εικασίες και τις πληροφορίες, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τι ακριβώς προτίθεται να προτείνει το Κρεμλίνο. Ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν δεν έχει αποκαλύψει λεπτομέρειες για τις προτάσεις του, και ο Αμερικανός απεσταλμένος, Στιβ Γουίτκοφ, που συναντήθηκε μαζί του στη Μόσχα, κράτησε σιγή ιχθύος.
Μετά από αυτή τη μυστικότητα, ο Τραμπ έχει κάνει μέχρι στιγμής μονάχα κάποιες γενικόλογες δηλώσεις, αναφέροντας ότι «είναι πολύ περίπλοκο» το θέμα και ότι μπορεί να υπάρξει κάποια «ανταλλαγή εδαφών προς όφελος και των δύο πλευρών». Αυτή η αόριστη διατύπωση έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό, γιατί για πολλούς Ευρωπαίους το «όφελος» για τη Ρωσία θα είναι πιθανότατα μεγαλύτερο και η Ουκρανία θα αναγκαστεί σε σημαντικές υποχωρήσεις, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η περιφέρεια του Ντονέτσκ.
Πράγματι, όπως αναφέρει το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου στην Ουάσιγκτον, οι αμερικανικές αρχές έχουν παρουσιάσει τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές εκδοχές των ρωσικών αιτημάτων από τις αρχές Αυγούστου, με κοινό σημείο την απαίτηση αποχώρησης των ουκρανικών δυνάμεων από ολόκληρα τμήματα της περιφέρειας του Ντονέτσκ, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών πόλεων. Η υλοποίηση αυτής της απαίτησης θα έθετε την Ουκρανία σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθώς θα έχανε την κύρια γραμμή άμυνάς της στα νοτιοανατολικά και θα ήταν πιο ευάλωτη σε μελλοντικές ρωσικές επιθέσεις. Αυτή η προοπτική προκαλεί προβληματισμό στις ηγεσίες της Ευρώπης που σε κοινή τους δήλωση (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία και Φινλανδία) τόνισαν πως δεν αποδέχονται την αλλαγή συνόρων με τη βία, παραμένοντας σταθερά προσηλωμένες στην αρχή της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.
Παράλληλα, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν ο Πούτιν θα απαιτήσει και τον έλεγχο των περιφερειών της Χερσώνας και της Ζαπορίζια, παρά το γεγονός ότι οι πρωτεύουσές τους εξακολουθούν να βρίσκονται υπό ουκρανικό έλεγχο. Επιπλέον, ασαφές παραμένει αν το Κρεμλίνο θα ζητήσει την επίσημη αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας, που αποτελεί κόκκινη γραμμή για το Κίεβο, καθώς το ουκρανικό Σύνταγμα απαγορεύει οποιαδήποτε παραχώρηση εδαφών.
Οι Ευρωπαίοι ζητούν να υπάρξει πρώτα εκεχειρία πριν ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για οποιεσδήποτε αλλαγές στο έδαφος, υποστηρίζοντας ότι η τρέχουσα γραμμή μετώπου πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης. Παράλληλα, θέτουν ως προϋπόθεση ισχυρές και αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας, ώστε η Ουκρανία να έχει τη δυνατότητα να υπερασπίζεται την κυριαρχία της. Ωστόσο, μέχρι στιγμής όλα δείχνουν ότι το Κρεμλίνο δεν θα επιτρέψει σε χώρες του ΝΑΤΟ να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε δύναμη διαβεβαίωσης εκεχειρίας, κάτι που δημιουργεί νέα εμπόδια.
Η πραγματικότητα, όπως επισημαίνει το CNN και διάφοροι ειδικοί, είναι πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες νιώθουν πως βρίσκονται εκτός του κέντρου λήψης των αποφάσεων, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες, κάτω από την προεδρία Τραμπ, ακολουθούν μια πολιτική που δεν βασίζεται σε σταθερή στρατηγική αλλά σε ρευστές και πολλές φορές αντιφατικές κινήσεις. Αναλυτής του think tank («δεξαμενής σκέψης») Carnegie Endowment for International Peace περιέγραψε αυτή την κατάσταση με μια εικόνα: με ένα «τρενακι τρόμου», στο οποίο οι Ευρωπαίοι επιβάτες έχουν ανέβει χωρίς να μπορούν να κατέβουν, υποχρεωμένοι να παρακολουθούν τις συνεχείς αναταράξεις της αμερικανικής πολιτικής.
Το γεγονός αυτό έχει απογοητεύσει πολλούς στην Ευρώπη, που παραδέχονται ότι, παρά την επιθυμία τους να υποστηρίξουν και να προστατεύσουν την Ουκρανία, συχνά περιορίζονται στο να εκλιπαρούν και να παρακολουθούν χωρίς να έχουν ουσιαστική επιρροή στις εξελίξεις. Η ύπατη εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξωτερική πολιτική, Κάγια Κάλας, υπογράμμισε πρόσφατα πως οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή της Ουκρανίας και της Ευρώπης, καθώς το ζήτημα αφορά άμεσα την ασφάλεια ολόκληρης της ηπείρου. Σε αυτό το πλαίσιο, πολλοί αναλυτές εκφράζουν ανησυχία ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ξεκάθαρη και συνεκτική στρατηγική για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ορισμένοι μάλιστα επισημαίνουν ότι η αμερικανική πολιτική χαρακτηρίζεται από παρορμητικές αποφάσεις και την επιδίωξη προσωπικών επιτευγμάτων, όπως το όνειρο του Τραμπ να κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης, παρά από σταθερό σχεδιασμό.
Η ανάλυση του CNN καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Ευρώπη ζει μια στιγμή μεγάλης αβεβαιότητας, καθώς η συνάντηση Τραμπ – Πούτιν μπορεί να αλλάξει ριζικά τους όρους του παιχνιδιού, όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά για όλη την ηπειρωτική ασφάλεια και το μέλλον της διατλαντικής συνεργασίας. Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει και όλοι κρατούν την ανάσα τους, αναμένοντας τις εξελίξεις από την Αλάσκα.