Οι περισσότεροι από μας είμαστε σήμερα εξοικειωμένοι με το κίνημα του γκοθ, στον βαθμό τουλάχιστον που μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη στερεοτυπική αισθητική του. Το γεγονός της οπτικής αναγνώρισης του «γκοθά» δεν διασφαλίζει ωστόσο την κατανόηση του τι σημαίνει να είναι κάποιος γκοθ, ούτε βέβαια εγγυάται και τη γνώση της ιστορίας του κοινωνικο-πολιτιστικού αυτού ρεύματος, με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα. Όπως και με πολλές ακόμα υποκουλτούρες, το γκόθικ στιλ έχει αλλάξει δραστικά στα τελευταία χρόνια, καθώς έχει υιοθετηθεί -και εν πολλοίς απορροφηθεί- από τη mainstream τάση, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του να αποτελούν πλέον καθιερωμένα πρότυπα μόδας και μουσικών επιλογών. Για να κατανοήσει λοιπόν κάποιος σε βάθος τι είναι το ξακουστό μαύρο κίνημα, πρέπει να ρίξει μια ματιά στην ιστορία του. Και για να κατανοήσει την ίδια την ιστορία του, πρέπει να είναι σχετικά εξοικειωμένος με το κίνημα του πανκ ροκ, όπως αυτό λειτούργησε τουλάχιστον στις ευρωπαϊκές -κυρίως- χώρες στα τέλη της δεκαετίας του 1970… Το γκοθ ως μουσική τάση Δεν θα ήταν υπερβολή να αναγνωρίσει κανείς ως γενετήσια στιγμή του γκόθικ κινήματος τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, καθώς οι άνθρωποι που είχαν συνδεθεί με το πανκ ροκ άρχισαν να μεταστρέφονται προς νέα μουσικά ακούσματα και να σχηματίζουν μικρότερους πυρήνες μέσα στην κουλτούρα του πανκ ροκ. Η ιστορία του γκοθ είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία (και την παρακμή τελικά) του πανκ ροκ, του μουσικού κινήματος των νέων που απέρριπταν συλλήβδην την κοινωνία από την οποία είχαν προέλθει! Η μουσική ιστορία διαφωνεί ωστόσο για την καταγωγή του όρου «γκοθ». Κάποιες πηγές αναφέρουν ως ιδρυτική στιγμή του την περιγραφή που έδωσε ο μάνατζερ των Joy Division, Anthony Wilson, τον Σεπτέμβριο του 1979 για τη μουσική του γκρουπ, την οποία χαρακτήρισε «γκόθικ» ως τρόπο να τη διαφοροποιήσει από την επικρατούσα μουσική τάση της εποχής. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ο όρος φιγουράρει για πρώτη φορά σε άρθρο του μουσικού περιοδικού «Sounds» το 1981 για το ποστ-πανκ κίνημα, με τον αρθρογράφο Steve Keaton να τον χρησιμοποιεί για να περιγράψει μια τάση εντός του μουσικού ακούσματος. Όποιες κι αν είναι όμως οι «φιλολογικές» απαρχές, ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται συχνά στη συντομευμένη εκδοχή του («γκοθ» πλέον αντί για «γκόθικ») για να περιγράψει μια ιδιαίτερη τάση στην υποκουλτούρα του πανκ ροκ. Και βέβαια έχουμε το κλαμπ που άνοιξε στο Λονδίνο το 1982, το θρυλικό «The Batcave», που συγκέντρωσε όσους αναγνώριζαν στον εαυτό τους γκοθ χαρακτηριστικά. Το μνημειώδες για την ιστορία του γκοθ στέκι έπαιξε ζωτικής σημασίας ρόλο στις ζυμώσεις του κινήματος που αναδύθηκε από τις στάχτες του μετα-πανκ στην Αγγλία, με τις κυρίαρχες τάσεις της μόδας και των μουσικών επιλογών του γκοθ να γεννιούνται στους χώρους του «Batcave». Η κορυφαία ίσως στιγμή του γκόθικ ροκ σημειώθηκε το 1979, όταν οι Bauhaus κυκλοφόρησαν το κομμάτι «Bela Lugosi’s Dead», που έδωσε την απαραίτητη ώθηση στην ιδιαίτερη υποκουλτούρα. Ο βρετανικός μουσικός Τύπος κόλλησε το παρατσούκλι «γκοθ» και βάλθηκε να το κάνει δημοφιλές… Όσο για τις μεμονωμένες συνεισφορές, δεν θα ήταν ίσως υπερβολή αν αναγνωρίζαμε το χαρακτηριστικό μαύρο του κινήματος στον μουσικό Peter Murphy (των Bauhaus) αλλά και στη Siouxsie Sioux, της έτερης μνημειώδους μπάντας του γκοθ, των Siouxsie and the Banshees. Αμφότεροι κυκλοφόρησαν τα σιγνκλάκια τους στα τέλη του ’70, αμφότεροι υιοθέτησαν το μαύρο ως το απόλυτο χρώμα της γκοθ κοσμοθεωρίας. Ταυτόχρονα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την ίδια περίπου εποχή και ανεξάρτητα από τη βρετανική σκηνή, ένα νέο κίνημα ξεπηδούσε από το αμερικανικό πανκ της Καλιφόρνια: το death rock γεννιόταν για να συνδεθεί με το γκοθ στην ευρύτερη έννοιά του. Μπάντες που συνδέθηκαν με την γκοθ αισθητική και την έκαναν δημοφιλή και εκτός υποκουλτούρας (μέσω του darkwave κυρίως, υποκατηγορίας του γκοθ), καθιερώνοντάς τη στη mainstream μουσική, αμέτρητες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους Cure, The Damned, Specimen, Sex Gang Children, UK Decay, Virgin Prunes, Killing Joke και πολλές ακόμα, με τη γκοθ μουσική σκηνή να παραείναι δραστήρια μουσικά… Ιστορικές καταβολές Οι πολιτισμικές καταβολές του γκοθ συγχέονται συχνά με την ευρύτατη χρήση του όρου σε μια σειρά από πράγματα, τάσεις και σχολές. Έχει υποστηριχθεί ότι οι γκοθάδες έλκουν την καταγωγή τους από τα γερμανικά φύλα των Γότθων (Οστρογότθοι, Βησιγότθοι) ή τον ομώνυμο μεσαιωνικό αρχιτεκτονικό ρυθμό, κι αυτό γιατί χρησιμοποιείται απλώς ο ίδιος όρος! Οι πνευματικές συγγένειες του σύγχρονου γκόθικ lifestyle μπορούν να αναζητηθούν ωστόσο με μεγαλύτερη ασφάλεια στο κίνημα της «σκοτεινής» λογοτεχνίας του 19ου αιώνα καθώς και στο περίφημο Decadence (το κίνημα της Παρακμής). Η «γοτθική λογοτεχνία», γεννημένη μέσα στο καλλιτεχνικό κίνημα του Ρομαντισμού, ήταν σαφώς πιο απαισιόδοξη, με τα έργα του Λόρδου Βύρωνα και του Σέλεϊ, αλλά και του Horace Walpole και του Washington Irving, να παρέχουν το απαραίτητο ζοφερό πλαίσιο που τόσο αγαπούν οι σημερινοί γκοθάδες. Πηγή εικόνας: Larry Vienneau / RΑVENSTAMPS Στην εξέλιξη βέβαια του κινήματος, πέρα από τα κλασικά έργα του Ρομαντισμού θα συνδεθεί με το γκοθ και η λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου, με τα βιβλία των Δάντη, Όργουελ, Πόε, Λάβκραφτ, Χόφμαν, Anne Rice, Poppy Brite, ακόμα και τα ποιήματα του Μποντλέρ να βρίσκουν ένα νέο κοινό. Στον 20ό αιώνα, με την έλευση του κινηματογράφου, ο σκοτεινότατος γερμανικός εξπρεσιονισμός θα συνδεθεί φυσικά με το γκοθ, και κατόπιν ο «Δράκουλας» (και η μυθολογία των βαμπίρ γενικότερα) αλλά και η δυστοπική επιστημονική φαντασία: οτιδήποτε αποτυπώνει κινηματογραφικά τη φρίκη, το πένθιμο και το μακάβριο γίνεται αυτομάτως τμήμα της γκοθ αισθητικής… Μόδα Η πλέον αναγνωρίσιμη μορφή του γκοθ είναι φυσικά ο χαρακτηριστικός τρόπος αυτο-παρουσίασης του γκοθά: η ιδιαίτερη μαύρη αισθητική και η μόδα που την υποβαστάζει. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι η έμφαση στην εικόνα του ερμαφρόδιτου (γύνανδρου), με το χαρακτηριστικό λευκό υπόστρωμα και τις μαύρες πινελιές. Ρούχα βικτοριανής, ελισαβετιανής και μεσαιωνικής εποχής, τούλι, καπέλα, δαντέλες, δερμάτινα αξεσουάρ, μαύρες καμπαρντίνες, μαύρα νύχια, «σκοτεινά» τατουάζ και εκτεταμένο piercing συνοδεύουν την εικόνα του γκοθά, με τη μόδα να έχει πλέον υιοθετηθεί και από τη mainstream κουλτούρα, ενώ και μέσα στους κόλπους του γκοθ η στερεοτυπική εικόνα δεν είναι πάντα αποδεκτή (ή τουλάχιστον ομοιόμορφη)… Τι σημαίνει να είναι κάποιος γκοθ Πρωτίστως, μιλάμε για μια συγκεκριμένη μουσική προτίμηση, που έλκει και έναν χαρακτηριστικό τρόπο ντυσίματος. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν νοείται το γκοθ ξέχωρα από τη μουσική που το υποβαστάζει, παρά τις μεγάλες διαφοροποιήσεις του από χώρα σε χώρα και από φατρία σε φατρία. Η αφοσίωση στη γκοθ μουσική είναι επιβεβλημένη, με τις επιλογές ωστόσο σήμερα να παραείναι πολλές για να μην επιβάλουν ομοιογένεια στις αναρίθμητες παραλλαγές του κινήματος. Και βέβαια είναι και η συνήθης αναπαράσταση του γκοθά που τον διαφοροποιεί από άλλες υποκουλτούρες, με τη λέξη που συνδέεται καθοριστικότερα με το κίνημα να είναι φυσικά το μαύρο: μαύρα ρούχα, μαύρο μέικ-απ, «μαύρος» κινηματογράφος, κ.λπ. Πέρα βέβαια από τη γενική και εξομοιωτική αυτή εικόνα του γκοθά, το να καθορίσουμε τι είναι σήμερα γκοθ μόνο εύκολο δεν είναι: όχι μόνο εξαιτίας της ερμητικής φύσης του κινήματος, αλλά κυρίως λόγω των τόσων παραλλαγών του, που πολύ λίγα κοινά έχουν μεταξύ τους. Αυτό που συνέβη ήταν ότι όσο η μουσική υποκουλτούρα επεκτεινόταν για να χωρέσει ολοένα και περισσότερα πράγματα (όπως τον σαδομαζοχισμό, ας πούμε), τόσο λιγότερο έμοιαζε πια με τον εαυτό της: αναρίθμητες υπο-ομάδες δημιουργήθηκαν ρίχνοντας βάρος σε άλλες αισθητικές, καλλιτεχνικές ή τρέχουσες δοξασίες, με τη σημερινή ταυτότητα του γκοθά να περιλαμβάνει πλέον ένα ευρύτατο φάσμα νοηματοδοτήσεων και συνδηλώσεων. Με άλλα λόγια, στις 3 δεκαετίες της ιστορίας του γκοθ κινήματος η υποκουλτούρα εξαπλώθηκε τόσο που νέες υποκουλτούρες γεννήθηκαν εντός της! Το γκοθ πάντως ζει και βασιλεύει και συνεχίζει να παράγει μουσική και κοινωνικά πρότυπα, με την αφομοιωτική δυναμική του να έρχεται σε τραγική αντίθεση με άλλες περίφημες σύγχρονες υποκουλτούρες που συμπαρασύρθηκαν από την ταχύτητα των σημερινών γεγονότων… Δείτε εδώ όλα τα αφιερώματα της ενότητας