Δεκτή έκανε χθες η κυβέρνηση την πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για λειτουργία των εκκλησιών κεκλεισμένων των θυρών από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι και το Πάσχα, λόγω κορονοϊού.

Όμως γρίφος παραμένει η μεταφορά και διανομή του Αγίου Φωτός, που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τη διασπορά του ιού την πιο κρίσιμη εβδομάδα για την εξέλιξη της καμπύλης μετάδοσης και οι αποφάσεις ως προς αυτό το ζήτημα παραμένουν ανοιχτές.

Γράφει η Βίκυ Σαμαρά

Όσον αφορά στη λειτουργία των ναών τη Μεγάλη Εβδομάδα, σύμφωνα με Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας:

Επιτρέπεται η τέλεση λειτουργιών κεκλεισμένων των θυρών, αποκλειστικά και μόνο από θρησκευτικό λειτουργό και βοηθητικό προσωπικό (πχ ιεροψάλτης) των οποίων ο συνολικός αριθμός δεν υπερβαίνει τα τέσσερα φυσικά πρόσωπα.

Δεν επιτρέπεται, ούτε κεκλεισμένων των θυρών, η τέλεση λειτουργιών σε χώρους λατρείας που βρίσκονται σε ιδιωτικά κτήματα, κτήρια κλπ.

Απαγορεύεται η επίσκεψη κοινού, ατομικά ή ομαδικά, στα μοναστήρια (Υπενθυμίζεται ότι τα δύο κρούσματα στη Μύκονο συνδέονται με συγκεκριμένη μονή).

Επιτρέπεται και η αυτοτελής διαδικτυακή μετάδοση της λειτουργίας, πέραν της ραδιοτηλεοπτικής.

Σημειωτέον ότι στην ΚΥΑ θα ξεκαθαρίζεται ότι δεν επιτρέπεται τα μεγάφωνα των εκκλησιών να μεταδίδουν τη λειτουργία τη Μεγάλη Εβδομάδα, προκειμένου να αποφευχθεί η συγκέντρωση πιστών από έξω.

Προβληματισμό εξάλλου προκαλούν φαινόμενα όπως αυτά που παρατηρήθηκαν την περασμένη Παρασκευή στην Αγία Βαρβάρα και την Κυριακή στην Αγία Τριάδα της Πάτρας.

«Τα φαινόμενα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους πιστούς. Αλλά με φανατικούς» τόνισε χθες στο πλαίσιο του briefing o κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας και πρόσθεσε: «Τους λέμε, με όλο το σεβασμό, ότι η Πίστη μας δεν δοκιμάζεται. Δοκιμάζεται η συλλογική μας ωριμότητα. Και σε αυτή τη δοκιμασία η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων περνάει με άριστα.”

Σημειωτέον ότι με την ΚΥΑ η ευθύνη για την τήρηση των προβλεπόμενων μέτρων μετακυλίεται στους ιερείς. Οι φρονιμώτεροι εκ των ιεραρχών ήδη καλούν άπαντες προς συμμόρφωση. Χαρακτηριστικά, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, τόνισε χθες στο Mega ότι: «Σεβόμαστε την απόφαση της κυβέρνησης και θα την εφαρμόσουμε στο ακέραιο. Κανείς πιστός δεν πρόκειται να μπει στους ιερούς Ναούς. Τους καλούμε να προσευχηθούν στα σπίτια τους. Οι ιερείς θα είναι οι υπεύθυνοι για να τηρηθεί αυτό και αυτό που θα κάνουν είναι να κλειδώσουν τους Ναούς για να μην μπορεί να μπει κανείς». Έφερε μάλιστα το παράδειγμα του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος αρχικά υποστήριζε τη θεωρία για ανοσία της αγέλης και χθες εισήχθη στην εντατική με κορονοϊό.

«Διακρίνω μια τάση προς τον ψευτοπαλικαρισμό το τελευταίο διάστημα. Κάποιοι το παίρνουν αψήφιστα όπως ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον. Δεν είναι ώρα για τέτοια πράγματα. Ο εχθρός είναι ορατός» είπε ο κ.Ιερόθεος.

Τι θα γίνει με το Άγιο Φως

«Σύνθετη άσκηση» χαρακτήρισε εν τω μεταξύ ο κ.Πέτσας τη μεταφορά και διανομή στη χώρα του Αγίου Φωτός. Η κυβέρνηση σύμφωνα με πληροφορίες δεν έχει λάβει ακόμη τις οριστικές αποφάσεις για το θέμα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος όμως δεν έκρυψε τον προβληματισμό που επικρατεί στο Μαξίμου, καθώς ακόμη και ένας από κάθε οικογένεια να μεταβεί το βράδυ της Ανάστασης σε εκκλησία για να πάρει Άγιο Φως, αυτό αρκεί για αιφνίδια και μαζική εξάπλωση του κορονοϊού. Ενώ διεθνείς πτήσεις δεν πραγματοποιούνται και στα Ιεροσόλυμα έχουν καταγραφεί κρούσματα. Μία από τις πρώτες εστίες μετάδοσης στου κορονοϊού στην Ελλάδα ήταν εξάλλου το γκρουπ των προσκυνητών που επέστρεψαν από τους Αγίους Τόπους.

Ο κ. Πέτσας έκανε για ένα σοβαρό επιχειρησιακό πλάνο, στο οποίο εστιάζει η κυβέρνηση, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι πρώτον θα έρθει το Άγιο Φως και δεύτερον ότι θα γίνει σωστή κατανομή του σε όλη τη χώρα. “Για αυτό δουλεύουμε προσεκτικά σε συνεννόηση με την εκκλησία της Ελλάδος και θα είμαστε σύντομα σε θέση να σας ανακοινώσουμε τα μέτρα που θα πάρουμε” κατέληξε.

Σημειωτέον βέβαια ότι το Άγιο Φως άρχισε να μεταφέρεται αεροπορικά από τους Αγίους Τόπους σχετικά πρόσφατα και μάλιστα η μεταφορά του ξεκίνησε επί παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ και θεσμοθετήθηκε επί σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Το 1988 ξεκίνησε η αεροπορική μεταφορά, την οποία οργάνωνε ιδιώτης αλλά τα έξοδα κάλυπτε το κράτος. Ενώ το 2002 η κυβέρνηση Σημίτη ανέθεσε στο υπουργείο Εξωτερικών τη μεταφορά του Αγίου Φωτός και αποφάσισε να γίνεται δεκτό με τιμές αρχηγού κράτους. Προφανώς όμως τα προηγούμενα 1988 χρόνια, ο χριστιανισμός γιόρταζε την Ανάσταση παρόλο που δεν υπήρχαν αεροπλάνα για να μεταφέρουν εγκαίρως για το «Χριστός Ανέστη» το Άγιο Φως.

Όπως εξάλλου είχε υπενθυμίσει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος το Σάββατο στον Ant1, παλιότερα, το Άγιο Φως προερχόταν από το καντήλι της Αγίας Τράπεζας κάθε Ιερού Ναού κι ως εκ τούτου δεν υπάρχει Άγιο Φως δεύτερης κατηγορίας, ενώ αυτό που προέχει είναι να μην εξαπλωθεί η πανδημία του κορονοϊού.

Πιο στοχευμένες προσπάθειες για την ανάσχεση της διασποράς

Ήδη τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας παρατάθηκαν μέχρι και τις 27 Απριλίου. Επιπλέον, οι Αρχές έχουν πλέον αρκετά στοιχεία ώστε να επικεντρώσουν τους ελέγχους στις περιοχές που υπάρχει αυξημένη παραβατικότητα. Ως εκ τούτου το ενδεχόμενο περαιτέρω περιορισμών, που προκαλούσε ήδη σφοδρές αντιδράσεις, δεδομένης της συμμόρφωσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών στις οδηγίες των ειδικών, μπαίνει προς το παρόν στο συρτάρι.

Στη φάση αυτή, το επιχειρησιακό σχέδιο της κυβέρνησης εστιάζει σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες οι οποίες είναι απαραίτητο να προφυλαχθούν απέναντι στον αυξημένο κίνδυνο εξάπλωσης του κορονοϊού, όπως οι άστεγοι ή όσοι έχουν κάποια εξάρτηση.

Παράλληλα, εντείνονται οι προσπάθειες για την προστασία στις δομές φιλοξενίας μεταναστών και προσφύγων. Δημιουργούνται υγειονομικοί σταθμοί, κατασκευάζονται χώροι απομόνωσης και περιορίζονται οι έξοδοι.

Η προοπτική εξόδου από την υγειονομική κρίση

Εν τω μεταξύ η φράση με την οποία έκλεισε το briefing ο κ.Πέτσας, πως «μένοντας σπίτι τον Απρίλιο, είναι στο χέρι μας τον Μάιο να χαρούμε τα πρώτα αποτελέσματα της υπεύθυνης στάσης μας», τροφοδότησε ελπίδες και σενάρια για την έναρξη της χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων. Κυβερνητικά στελέχη πάντως τόνιζαν σχετικά πως: «Είναι πολύ νωρίς, αυτή τη στιγμή, να γίνουν προβλέψεις σχετικά με το πότε θ’ αρχίσει η άρση των μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων και των συναθροίσεων».

Προφανώς η κυβέρνηση αφενός θέλει να δώσει μία προοπτική αισιοδοξίας στους πολίτες, αφετέρου όμως δεν επιθυμεί κανένα εφησυχασμό.