Οι εκφράσεις «ψηφίζω δαγκωτό» και «ρίχνω μαύρο» μπορεί να ακούγονται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, όμως αρκετοί δεν γνωρίζουν πως προέκυψαν, παρότι χρησιμοποιούνται σχεδόν δύο αιώνες για τις εκλογές.

Πιο αναλυτικά, το 1864 εισάγεται η καθολική ψηφοφορία και οι ψηφοφόροι που στη πλειοψηφία τους είναι αναλφάβητοι, ψηφίζουν με σφαιρίδιο.

Τότε, κάθε «κάλπη» ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη, το δεξιό που ήταν βαμμένο άσπρο και το αριστερό που ήταν βαμμένο με μαύρο χρώμα. Η τρύπα της «κάλπης» όπου έμπαινε το χέρι ήταν μία, ώστε να μην καταλαβαίνει ο άλλος, που θα σε έβλεπε, αν ψηφίζεις προς το άσπρο ή προς το μαύρο. Έτσι, ο ψηφοφόρος, βάζοντας το χέρι, έριχνε ψήφο δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με το τι ήθελε να ψηφίσει.

Από αυτή τη διαφοροποίηση μαύρο – άσπρο ξεκινάνε και οι παροιμιώδεις εκφράσεις για τους αποτυχόντες υποψήφιους: «Τους μαυρίσανε» ή «αυτός έφαγε μαύρο» και άλλοι ανάλογοι χαρακτηρισμοί της εκλογικής αποτυχίας.

Μάλιστα, οι φανατικοί ψηφοφόροι δεν αρκούνταν μόνο να ρίξουν το σφαιρίδιο, αλλά πριν ψηφίσουν τον δάγκωναν για να εκφράσουν το πάθος τους και να αναγνωρίζεται στην καταμέτρηση. Από την πρακτική αυτή βγήκε και η φράση «Θα το ρίξω δαγκωτό».