Το σφυροκόπημα της Ελλάδας από τις έντονες βροχοπτώσεις φέρνει στην επιφάνεια πολλά προβλήματα, τόσο υποδομών όσο και μη συντήρησης των ήδη υπαρχόντων.
Του Λευτέρη Χ. Θεοδωρακόπουλου
Στην Αθήνα των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων με πολλά μπαλώματα στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, μια απλή βροχή αρκεί για να μετατραπούν οι δρόμοι σε ποτάμια. Πόσο μάλλον ένα έντονο καιρικό φαινόμενο σαν αυτό που διανύουμε.
Η έλλειψη ελεύθερων επιφανειών και τα εμπόδια
Ο Δημήτρης Θεοδοσόπουλος είναι Τοπογράφος Μηχανικός του Ε.Μ.Π. και ως επικεφαλής της ομάδας ΓΕΩΜΥΘΙΚΗ πραγματοποιεί πολλαπλές δράσεις με στόχο τον εντοπισμό και τη δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών θεμάτων. Ένα από αυτά είναι το μπάζωμα των ρεμάτων και τι επίπτωση έχει στη ροή του νερού.
Ο ίδιος μιλά στο Newsbeast και εξηγεί γιατί όχι απλώς είμαστε ακόμη μια φορά στο ίδιο έργο θεατές, αλλά γιατί αυτό το σκηνικό κορυφώνεται. Όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων, η έλλειψη ελεύθερων επιφανειών με χώμα, αλλά και το γεγονός ότι τα δίκτυα και οι υποδομές της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων έχουν σχεδιαστεί με προδιαγραφές παλαιότερων ετών, δημιουργούν τις συνθήκες για αύξηση της επικινδυνότητας και των συνεπειών μιας πλημμύρας.
Ειδικότερα, εξηγεί:
«Σε κάθε μικρή ή μεγάλη νεροποντή, οι δρόμοι μετατρέπονται σε ποτάμια και αυτό συμβαίνει επειδή μετατρέψαμε τα ποτάμια σε δρόμους. Έχουμε φράξει την πορεία του νερού, έχουμε δημιουργήσει εμπόδια, έχουμε δημιουργήσει φραγμούς και έτσι το νερό δεν έχει χώρο να κινηθεί εκεί που κινούταν μέσα στα ρέματα γιατί τα έχουμε καλύψει, τα έχουμε μπαζώσει, τα έχουμε υπογειοποιήσει, τα έχουμε διευθετήσει και το νερό δυσκολεύεται να φθάσει στα ρέματα. Τον δρόμο που κανονικά θα έπαιρνε για να κατευθυνθεί ομαλά εκεί όπου κατευθυνόταν χιλιάδες χρόνια τώρα από τα ψηλά προς τη θάλασσα.
Οι περιοχές που πλημμυρίζουν περιμετρικά των ποταμών, οι γειτονιές δηλαδή που βρίσκονται περιμετρικά των ποταμών είναι όντως οι πιο προβληματικές αλλά λόγω της έντονης αστικοποίησης καλύφθηκε όλη αυτή η επιφάνεια με μη υδατοπερατά υλικά, με οικοδομές, με άσφαλτο, με τσιμέντα και έτσι λοιπόν το νερό δεν έχει τρόπο να φθάσει στα ποτάμια. Οι περιοχές αυτές πλημμυρίζουν με κάθε μικρή ή μεγάλη νεροποντή».
Στη συνέχεια αναφέρεται στη λογική των υποδομών των προηγούμενων δεκαετιών που φράζουν τη ροή του νερού. Πιο συγκεκριμένα, υπογραμμίζει, «τα πλημμυρικά φαινόμενα εντείνονται κάθε χρόνο, βλέπουμε περισσότερες βροχές, βλέπουμε περισσότερη ένταση των βροχών που πέφτουν και δυστυχώς τα υδραυλικά έργα συνεχίζουν να γίνονται με τη λογική της δεκαετίας του ’20, του ’30, του ’50, του ’60, δηλαδή σκληρές διευθετήσεις, τσιμεντώματα, στενώματα, υπογειοποιήσεις ακόμη και σήμερα, γενικά να εξαφανίζουμε τη φυσική πορεία των ρεμάτων. Εξαφανίζουμε τα οικοσυστήματα, τα οποία είναι η καλύτερη αντιπλημμυρική προστασία. Σε φυσική κατάσταση αλλάζουμε τη φυσιογνωμία των ρεμάτων, τα μετατρέπουμε σε αγωγούς όμβριων και αντιμετωπίζουμε το νερό ως απόβλητο αντί ως πόρο. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχουν τεχνικά έργα που θα συγκρατούν το νερό στα ορεινά, μέσα στην πόλη να το οδηγούν σε υπόγειες δεξαμενές υδατοσυγκράτησης για να μειώνεται ο όγκος του νερού που μπορεί να κινηθεί ελεύθερα στις επιφάνειες των δρόμων και από εκεί να φθάσει στα ποτάμια και να μην υπάρχει κίνδυνος πλημμύρας. Η ουσία είναι να αρχίζουμε να βλέπουμε το νερό ως πόρο. Να συγκρατούμε το νερό όπου μπορούμε χωρίς αυτό να δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα στις περιοχές από όπου περνάει και να μην υπάρχει κίνδυνος στα ρέματα. Τεχνικές λύσεις οι οποίες σήμερα είναι εφαρμόσιμες και εφαρμόζονται σε όλη την Ευρώπη, σε όλον τον κόσμο και δυστυχώς η Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε αυτό».