Στις 6 Ιουνίου 2025 αναμένεται να διεξαχθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η δίκη που θα καθορίσει το μέλλον του 13ου και 14ου μισθού στον δημόσιο τομέα. Η απόφαση που θα λάβουν τα μέλη του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου αναμένεται να αποτελέσει νομολογιακό ορόσημο, καθώς θα ισχύσει για το σύνολο των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.
Αντιλαμβάνεται ο καθένας το βάρος μιας τέτοιας υπόθεσης και τις επιπτώσεις που θα έχει, καθώς αφορά εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες και για τον λόγο αυτό μάλιστα η Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ προγραμματίζει για εκείνη την ημέρα πανελλαδική στάση εργασίας από την έναρξη του ωραρίου έως τις 11:00 π.μ., καλώντας παράλληλα σε μαζική συμμετοχή στη συγκέντρωση που θα πραγματοποιηθεί έξω από το κτίριο του ΣτΕ, στη συμβολή των οδών Αιόλου και Σοφοκλέους, στις 9:30 το πρωί.
Από την κινητοποίηση θα εξαιρεθούν, για ευνόητους λόγους, συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων που σχετίζονται με την απρόσκοπτη διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων – όπως οι καθηγητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και οι διοικητικοί υπάλληλοι του Υπουργείου Παιδείας – καθώς και όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο ύστερα από προσφυγή υπαλλήλου του υπουργείου Παιδείας, ο οποίος ζητά όχι μόνο την επαναφορά των καταργηθέντων επιδομάτων (δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας), αλλά και την αναδρομική καταβολή τους για τα έτη 2023 και 2024. Το ΣτΕ έκανε αποδεκτό το αίτημα της ΑΔΕΔΥ να χαρακτηριστεί η υπόθεση ως «πρότυπη δίκη», κάτι που σημαίνει πως ό,τι αποφασιστεί θα είναι δεσμευτικό για το σύνολο των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Οι προσφυγέντες θεωρούν ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας και της δίκαιης αμοιβής έναντι των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, όπου τα «δώρα» εξακολουθούν να καταβάλλονται κανονικά. Παράλληλα, θεωρούν ότι το κόψιμο του 13ου και 14ου μισθού έρχεται σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ενώ το θεωρούν και αντισυνταγματικό, καθώς παραβιάζει θεμελιώδεις διατάξεις που σχετίζονται με τα κοινωνικά δικαιώματα και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Θυμίζουμε ότι η κατάργηση των συγκεκριμένων επιδομάτων θεσμοθετήθηκε το 2012 στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων και της δημοσιονομικής προσαρμογής, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις. Αν και το ΣτΕ είχε το 2019 κρίνει συνταγματικές τις περικοπές λόγω των τότε εξαιρετικών συνθηκών οικονομικής κρίσης, η σημερινή συγκυρία θεωρείται διαφορετική, με ενδείξεις σταθεροποίησης της οικονομίας και αυξημένων προσδοκιών για κοινωνική αποκατάσταση. Εφόσον η επαναφορά των επιδομάτων εγκριθεί, το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Το ύψος αυτό αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις απορρίπτουν σταθερά σχετικές αιτήσεις, επικαλούμενες την ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας.