Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια αποτελεί κομβικό παράγοντα της επιτυχίας του Προγράμματος Δημοσιονομικής Σταθεροποίησης, ενώ η ανατροπή των τάσεων του ελληνικού αναπτυξιακού προτύπου των προηγούμενων δεκαετιών είναι η προϋπόθεση της ανάκαμψης, τονίζουν σε άρθρο τους ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Νίκος Καραμούζης, και ο senior economist της Eurobank, δρ Τάσος Αναστασάτος.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο τους, που τιτλοφορείται «Η ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας: Πηγές, Προοπτικές και ο Ρόλος των Επενδύσεων και των Εξαγωγών», η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη αποτελεί αυτοσκοπό αλλά και κομβικό παράγοντα της επιτυχίας του Προγράμματος Δημοσιονομικής Σταθεροποίησης.

Τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού αναπτυξιακού προτύπου είναι η αποβιομηχανοποίηση, η φθίση του γεωργικού τομέα και η μετατροπή της Ελλάδας σε οικονομία υπηρεσιών, με κυρίαρχη τη διόγκωση του δημόσιου τομέα, το υψηλό μερίδιο της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης στο ΑΕΠ, η υπερβολική εστίαση στους τομείς εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς και το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο της παραγωγής.

Η ανατροπή αυτών των τάσεων αποτελεί προϋπόθεση ανάκαμψης. Το νέο πρότυπο μπορεί να είναι μόνο εξωστρεφές και με έμφαση στις ιδιωτικές επενδύσεις και στη βελτίωση των όρων ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Όπως επισημαίνεται στο άρθρο, ο λόγος είναι ότι οι τομείς των προϊόντων και υπηρεσιών που προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση θα συρρικνωθούν λόγω της πτώσης των πραγματικών διαθέσιμων εισοδημάτων. Αυτό θα επιτρέψει την ταχύτερη αποκλιμάκωση των μισθών και τιμών σε αυτούς τους τομείς, ώστε να απελευθερωθούν διαθέσιμοι πόροι, κεφάλαιο και εργασία, για να κατευθυνθούν στους εξαγωγικούς κλάδους. Επιπλέον, το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας προβλέπει πως, μετά την ολοκλήρωσή του, η συμμετοχή των δημοσίων δαπανών, δηλαδή το μέγεθος του δημόσιου τομέα, θα έχει μειωθεί περίπου στο 1/3 του ΑΕΠ, από το ήμισυ που ήταν το 2010.

Σύμφωνα με τους κ. Καραμούζη και Αναστασάτο, ο εξωτερικός τομέας και οι επενδύσεις μπορούν να υποκαταστήσουν τα μερίδια της κατανάλωσης και του δημόσιου τομέα στο ΑΕΠ. Για να συμβεί αυτό, όμως, απαιτείται να υποστεί η ελληνική οικονομία ένα μεγάλο μετασχηματισμό της παραγωγικής δομής και του θεσμικού πλαισίου με κύριους άξονες:

-Την αναβάθμιση και τη βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος που επιδρά στην επιχειρηματικότητα και στις επενδύσεις.

-Την αναβάθμιση της παιδείας και τη σύνδεση με την οικονομία.

-Τη ριζική αναμόρφωση του δημόσιου τομέα και των λειτουργιών του.

-Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και τη διαφάνεια.

-Τη στροφή στην εξωστρέφεια και στο ποιοτικό προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Ο ρόλος της οικονομικής πολιτικής είναι να επιβοηθήσει τη μετατόπιση πόρων προς τις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς δραστηριότητες. Εργαλεία πολιτικής δεν μπορεί να είναι οι επιδοτήσεις, οι οποίες έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες, αλλά η εντατικότερη ενημέρωση των επιχειρηματιών για τις επενδυτικές ευκαιρίες, η δημιουργία ενός περιβάλλοντος πιο φιλικού στην επιχειρηματικότητα (το οποίο είναι σημαντικότερο για τους περισσότερο τεχνολογικά προηγμένους κλάδους που λειτουργούν διεθνώς σε πιο ανταγωνιστικές συνθήκες) και ίσως οι στοχευμένες φοροελαφρύνσεις.

«Η διαδικασία της παραγωγικής αναδιάρθρωσης θα είναι μακροχρόνια και επώδυνη», τονίζουν στο άρθρο τους. “Θα απαιτήσει συγκράτηση της καταναλώσεως, του μισθολογικού κόστους, συρρίκνωση των κλάδων εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς και χαμηλού τεχνολογικού περιεχομένου, άνοιγμα των αγορών, με παράλληλη επίταση της ρύθμισης και εποπτείας τους για τη μείωση των ολιγοπωλιακών καταστάσεων και λοιπών στρεβλώσεων που εμποδίζουν την προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας. Θα απαιτήσει, επίσης, θεσμικές μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με την οικονομία της αγοράς, την οικονομική πειθαρχία, τη διαφάνεια και την κοινωνική και οικονομική αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών.

Είναι απαραίτητη όμως διότι, εάν η προσαρμογή του κόστους παραγωγής, οι μεταρρυθμίσεις και η αποκατάσταση της αξιοπιστίας βραδύνουν, θα μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα υψηλής ανεργίας και, πιθανότατα, μετανάστευσης εργασίας και κεφαλαίου προς τις πιο ανταγωνιστικές χώρες, με βαρύτατες συνέπειες για τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Από την άλλη, όσο περισσότερο η ανταγωνιστικότητα ενισχυθεί με στροφή προς την ποιότητα και την καινοτομία, τόσο μικρότερη θα είναι η πίεση που θα ασκηθεί στους μισθούς. Στο ενδιάμεσο, οι φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής οφείλουν να εξομαλύνουν τις επιπτώσεις της προσαρμογής στην κοινωνική συνοχή, με επανεστίαση των κοινωνικών παροχών σε αυτούς που πραγματικά πλήττονται, με επανεκπαίδευση και ένταξη των ανέργων ώστε να μην αποξενωθούν από την αγορά εργασίας.

Η σημαντικότερη επιβοήθηση, όμως, είναι η συνέπεια στη διεκπεραίωση της δημοσιονομικής προσαρμογής ως μόνος τρόπος για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας και άρα η πρόσβαση σε διεθνείς πηγές χρηματοδότησης. Η απροθυμία των διεθνών αγορών να χρηματοδοτήσουν τη χώρα, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζές της σε λογικό κόστος, μετά την απώλεια της αξιοπιστίας της, καθιστά δύσκολη τη διεξαγωγή επενδύσεων από εγχώριους φορείς, καθ’ όσον μειώνει τον αριθμό των επενδυτικών σχεδίων τα οποία έχουν θετική καθαρή παρούσα αξία».

Σε μια τέτοια συγκυρία, αναφέρεται στο άρθρο, είναι σημαντικότερο από ποτέ να προσελκυστούν Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. «Οι ΑΞΕ δεν εξαρτώνται από τα υψηλά επιτόκια και τη χαμηλή ρευστότητα της εγχώριας αγοράς, καθώς και την αβεβαιότητα επιβίωσης που βιώνουν οι εγχώριοι επιχειρηματίες. Το είδος των επενδύσεων, όμως, που προάγουν την ανάπτυξη είναι αυτές που δημιουργούν εμπόριο και εξαγωγές και όχι αυτές που εξυπηρετούν την εγχώρια αγορά. Όσο πιο τεχνολογικά προηγμένοι είναι οι κλάδοι στους οποίους πραγματοποιούνται ΑΞΕ, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι διαχύσεις τεχνολογίας και στις εγχώριες επιχειρήσεις και το όφελος στη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας. Το Πρόγραμμα Ιδιωτικοποιήσεων αξίας 50 δισ. ευρώ, που αποτελεί μέρος του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, μπορεί να αποτελέσει τον μοχλό για τη διεξαγωγή ΑΞΕ. Απαιτείται όμως να εκτελεστεί με έναν τρόπο ο οποίος να ενθαρρύνει την ενίσχυση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και όχι με αποκλειστικό γνώμονα τον προσπορισμό ταμειακών οφελών για το κράτος.

Τελικά, σημαντικότερο για την ανάπτυξη και από το κεφαλαιουχικό απόθεμα είναι να προωθηθούν οι θεσμικές εκείνες παρεμβάσεις οι οποίες θα βελτιώνουν τη χαμηλή συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα δημιουργήσουν ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Κατ’ αυτήν την έννοια, η μείωση του μεγέθους του κράτους αποτελεί αυτή καθεαυτήν τη σημαντικότερη διαρθρωτική μεταρρύθμιση ως ο μόνος τρόπος να αυξηθεί η συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας και να περιοριστεί η παρασιτική πελατειοκρατική νοοτροπία που εμπότισε την ελληνική κοινωνία την τελευταία τριακονταετία. Η διαφθορά, η γραφειοκρατία και η συναλλαγή έχουν αποδεδειγμένα αντιαναπτυξιακή επίδραση. Η ελληνική κοινωνία οφείλει να απομακρυνθεί από τις αντιλήψεις της μαξιμαλιστικής διεκδίκησης και της κατανάλωσης κατά τα δυτικά πρότυπα -ανεξαρτήτως παραγωγικών επιδόσεων- και να ξαναθυμηθεί την ηθική της παραγωγικότητας και της αποταμίευσης».