Σημαντικά μειωμένη αναμένεται ότι θα είναι η φετινή παραγωγή οίνου και ερώτημα είναι πως θα καλυφθεί η ζήτηση που σε ποσοστό 90% καλύπτεται από την εγχώρια προσφορά.

Μάλιστα όπως αναφέρει η ΚΕΟΣΟΕ (Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων) «εκφράζονται φόβοι για μαζικές εισαγωγές οίνων από τα βόρεια σύνορα της χώρας και δη από την Βουλγαρία και τα Σκόπια, αφού στην Ιταλία και την Ισπανία παρατηρείται άνοδος των τιμών και μικρότερη παραγωγή».

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις πρώτες συνολικές εκτιμήσεις που απέστειλαν οι Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η φετινή οινοπαραγωγή υπολογίζεται στα 2.450.000 HL (εκατόλιτρα), έναντι των 3.100.000 HL το 2010.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και πέρυσι η οινοπαραγωγή ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2009 κατά 13%. Επιπλέον, η φετινή εκτίμηση για τα επίπεδα της οινοπαραγωγής παρουσιάζει μείωση της τάξης του 37% σε σχέση με την «κανονική» παραγωγή του 2008 (3.868.000 HL).

Ο περονόσπορος έπληξε τις βασικές αμπελουργικές περιοχές με αποτέλεσμα το λευκό σταφύλι να είναι δυσέρευτο φέτος. Έμποροι και οινοποιοί στράφηκαν στην περιοχή της Αχαΐας, η οποία έμεινε αλώβητη από την επιδρομή του περονόσπορου και έτσι το παραγωγικό της δυναμικό ως προς τον όγκο δεν παρουσιάζει προβλήματα.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ΚΕΟΣΟΕ, η υψηλή ζήτηση λευκών σταφυλιών τις τελευταίες μέρες του τρύγου, έφτασε κατά περίπτωση την τιμή του Ροδίτη στην Αχαΐα και στα 0,35 ευρώ το κιλό, όταν το Σαββατιανό της Αττικής πληρωνόταν στα 0,25 ευρώ το κιλό. Τουλάχιστον φέτος δεν υπήρξαν βροχοπτώσεις κατά την διάρκεια του τρυγητού, γεγονός που θα επιδείνωνε την ήδη ρευστή κατάσταση.

Ωστόσο σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ, η κατάσταση στον οινοποιητικό κλάδο έρχεται να επιδεινωθεί από την ύφεση και την συμπίεση της καταναλωτικής δαπάνης. Οι καταναλωτές εμφανίζονται να στρέφονται σε ολοένα και φθηνότερα προϊόντα ενώ από την άλλη πλευρά οι οινοπαραγωγοί αναζητούν διεξόδους στις εξαγωγές.

Τέλος, παρά τη συνολική ισχνή προσφορά, οι τιμές παραγωγού στο μεγαλύτερο ποσοστό στις αμπελουργικές περιοχές, διατηρήθηκαν στα περσινά επίπεδα.